Με σκούντηξε δύο φορές στον ώμο. Δεν κουνήθηκα καμία από τις δύο. Με σκούντηξε ξανά, λίγο πιο δυνατά από τις προηγούμενες φορές. Δεν κουνήθηκα και πάλι.
Έβλεπα πολύ ωραίο όνειρο και δεν ήθελα να ξυπνήσω με τίποτα.
Ήμουν σε ένα λιβάδι κάτω από ένα δέντρο και έτρωγα μηλόπιτα. Κανένας δεν με ενοχλούσε, κανένας δεν ήθελε να μου φάει τη μηλόπιτα και όλα έμοιαζαν ιδανικά. Είχε καλό καιρό, αυτή την ανοιξιάτικη λιακάδα που σε κάνει να νιώθεις ανίκητος και αν δεν σας το είπα ήδη η μηλόπιτα ήταν εκπληκτική.
Δεν ήθελα λοιπόν να ξυπνήσω με τίποτα.
Το τέταρτο σκούντημα ήταν αυτό που με έκανε να πεταχτώ από το κρεβάτι μου φωνάζοντας βοήθεια, την ώρα που σκόνταψα πάνω στο κομοδίνο και έπεσα με τα μούτρα στο πάτωμα. Παρόλα αυτά και ενώ είχα συνειδητοποιήσει ότι δεν βρισκόμουν σε λιβάδι αλλά με τα μούτρα στο πάτωμα, εξακολουθούσε να μου μυρίζει μηλόπιτα.
«Ξύπνησες επιτέλους» είπε μία φωνή που δεν την είχα ξανακούσει, αλλά και να την είχα ξανακούσει πάλι θα με τρόμαζε γιατί ήμουν μόνος μου στο σπίτι. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Το φως άνοιξε ξαφνικά, χωρίς φυσικά να έχω πατήσει εγώ τον διακόπτη και είδα μπροστά μου κάτι που δεν περίμενα ότι θα αντίκριζα ποτέ. Τουλάχιστον όσο ήμουν ζωντανός, γιατί όταν πέθαινα δεν είχα ιδέα αν υπάρχει κάτι στην άλλη πλευρά, αν και πολύ θα ήθελα να υπήρχε κάτι διασκεδαστικό. Μεγάλη τηλεόραση, απεριόριστη πρόσβαση σε internet και τουλάχιστον 50 διαφορετικά είδη μπέργκερ.
Πείτε με ρηχό, αλλά αυτή είναι η εικόνα που έχω για το διασκεδαστικό. Αν εσάς σας αρέσουν οι ατελείωτες παραλίες και τα μαγευτικά τοπία και τέτοια θέλετε και στη μετά-θάνατο ζωή, μπράβο σας εγώ δεν σας κατακρίνω, οπότε σας παρακαλώ μην κρίνετε και εσείς εμένα. Και κάποια στιγμή να πάμε και για καμιά μπύρα δεν έχω πρόβλημα, αλλά να ξέρετε ότι θα βαρεθώ γρήγορα.
Αυτό που αντίκρισα ήταν ο χάρος. Με φουλ εξάρτηση κιόλας. Ντυμένος στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια, κουκούλα που κάλυπτε ολόκληρο το κεφάλι και δρεπάνι στο δεξί χέρι. Και ήταν και πολύ ψηλός ο πούστης, πάνω από δύο μέτρα σίγουρα. Μη σας πω δυόμισι.
Α! Και στο αριστερό χέρι κρατούσε μια πιατέλα που είχε πάνω της μία μηλόπιτα. Από εκεί ερχόταν η μυρωδιά.
«Έχω πεθάνει;» τον ρώτησα αφού δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή.
«Όχι» μου είπε.
«Και τότε γιατί με επισκέφτηκες χάρε μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα;»
«Βαριόμουν» είπε απλά. Τι θα έπρεπε να κάνω σε αυτή την περίπτωση; Τι θα έκανε ο καθένας στη θέση μου δηλαδή αν είχε μπροστά του τον άγγελο του θανάτου; Δεν μπορούσα να πανικοβληθώ αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Οπότε ίσως θα ήταν καλό να χρησιμοποιήσω αυτή την ευκαιρία για να μάθω πράγματα για τη ζωή, το θάνατο, το σύμπαν, τον άνθρωπο και το νόημα σε όλα αυτά. Και ύστερα θα χρησιμοποιούσα αυτή τη γνώση για να γράψω βιβλία, που θα γίνονταν ανάρπαστα και θα έβγαζα πολλά λεφτά και μετά θα ανακήρυσσα τον εαυτό μου σε βασιλιά της γνώσης. Πάντα ήθελα να γίνω βασιλιάς σε κάτι. Έπρεπε όμως να σκεφτώ τις σωστές ερωτήσεις. Και αυτή η μυρωδιά από τη μηλόπιτα μου είχε σπάσει τη μύτη.
«Μπορείς να μου κάνεις μόνο μία ακόμα ερώτηση θνητέ και μετά θα φύγω. Άρχισα ήδη να βαριέμαι και εδώ».
Μόνο μία ερώτηση; Πως μπορούσα να συμπυκνώσω όλα τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρωπότητας σε μία και μόνο ερώτηση; Το βάρος ήταν πολύ μεγάλο για εμένα και οι ώμοι μου δεν ήταν ιδιαίτερα γυμνασμένοι. Πως θα το σήκωνα λοιπόν;
Προσπάθησα να συγκεντρωθώ αλλά ήταν μάταιο. Τελικά αυτό που είπα ήταν: «Μπορώ να φάω από τη μηλόπιτα;»
Ο χάρος χαμογέλασε και κατεβάζοντας προσεκτικά το δρεπάνι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι. Στη συνέχεια και με επιδέξιες κινήσεις, σήκωσε το κομμάτι (με το δρεπάνι) και το έφερε μπροστά μου.
«Πρόσεξε μη κοπείς» μου είπε.
Πρόσεξα φυσικά και πήρα το κομμάτι στα χέρια μου. Έφαγα μια μεγάλη μπουκιά.Ήταν και γαμώ τις μηλόπιτες. Η καλύτερη που είχα φάει ποτέ.
«Είσαι ο πρώτος θνητός που μου κάνει τη σωστή ερώτηση. Πάντα εμφανίζομαι με μια μηλόπιτα στο χέρι και τους λέω ότι μπορούν να μου κάνουν μία ερώτηση. Όλοι αρχίζουν να με ρωτάνε το μακρύ τους και το κοντό τους. Πότε θα πεθάνουν, πότε θα πεθάνει η γυναίκα τους, αν μπορώ να σκοτώσω την πεθερά τους, και άλλα τέτοια. Συγχαρητήρια θνητέ. Η μηλόπιτα που μόλις έφαγες περιέχει μέσα της τη γνώση που χρειάζεται να έχει ένας άνθρωπος για να επιβιώσει σε αυτό τον κόσμο».
«Μα δεν νομίζω ότι ξέρω τίποτα, ακόμα και τώρα που την έφαγα».
«Ακριβώς» είπε ο χάρος.
«Φεύγω τώρα. Αλλά είσαι διασκεδαστικός θα τα ξαναπούμε». Και έτσι απλά εξαφανίστηκε. Έμεινα σιωπηλός για λίγο προσπαθώντας να καταλάβω αν ονειρευόμουν ή αν όντως ο χάρος είχε έρθει σπίτι μου. Κοίταξα στο πάτωμα και είδα τα ψίχουλα από τη μηλόπιτα. Ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.
Γύρισα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα. Είδα ξανά αυτό το καταπληκτικό όνειρο.
Ήμουν σε ένα λιβάδι κάτω από ένα δέντρο και έτρωγα μηλόπιτα. Κανένας δεν με ενοχλούσε, κανένας δεν ήθελε να μου φάει τη μηλόπιτα και όλα έμοιαζαν ιδανικά. Είχε καλό καιρό, αυτή την ανοιξιάτικη λιακάδα που σε κάνει να νιώθεις ανίκητος και αν δεν σας το είπα ήδη η μηλόπιτα ήταν εκπληκτική.