Οι περιπέτειες του παράξενου ιππότη
O Μάργκοτ δεν ήταν ο συνηθισμένος ιππότης. Μπορεί να φρόντιζε να γυαλίζει κάθε μέρα την πανοπλία του και το φανταχτερό σπαθί του, αλλά οι συνήθειες του μόνο ευγενικές δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Πως θα χαρακτηρίζατε εσείς έναν ιππότη που τα βράδια ντυνόταν πιερότος και τρομοκρατούσε ένα ολόκληρο χωριό. Ο Μάργκοτ λοιπόν εκτός από διακεκριμένος ιππότης της φρουράς του Βασιλιά, ήταν και λίγο μαλάκας.
Το απέδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο στην μονομαχία του με τον Ευγενικό Λούθερ. Την ώρα που θα έπρεπε να σταθεί σαν άντρας μπροστά στον αντίπαλο του και να μονομαχήσει, αυτός κάρφωσε το σπαθί του στο έδαφος και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τον στάβλο. Τον βρήκαν δύο μέρες αργότερα κρυμμένο ανάμεσα σε δύο δεμάτια σανό.
Ο Μάργκοτ όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε οι τροβαδούροι συνέθεταν τραγούδια για το όνομα του και τα κατορθώματα του.
«Ο Μάργκοτ ο γενναίος, ο πιο ψηλός και φίνος, κουνάει το σπαθί του για να ξεσπάσει θρήνος».
Αυτό τραγούδαγαν οι τροβαδούροι και οι νεαρές κοπέλες άνοιγαν τα σκέλια τους γι αυτόν ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα χάσουν την παρθενιά τους και ο πατέρας τους θα τις σκοτώσει που μαγαρίστηκαν πριν παντρευτούν.
Ο Μάργκοτ ο μαγαριστής, έτσι τον φώναζαν. Μέχρι την ημέρα που έφυγε από την πόλη για μια περιπέτεια. Έφυγε μόνος του, χωρίς κανέναν να τον βοηθήσει γιατί είχε θεωρήσει εύκολη αποστολή την επιδρομή 100 ληστών σε ένα κοντινό χωρίο.
«Παιδιά μπορώ να το χειριστώ μόνος μου» τους είχε πει και τους έδωσε ραντεβού για το επόμενο απόγευμα στο πανδοχείο του βρωμιάρη Τζον.
«Ραντεβού αύριο το απόγευμα στο πανδοχείο του βρωμιάρη Τζον».
Το επόμενο απόγευμα πέρασε. Πέρασαν και οι μέρες. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες και οι εβδομάδες μήνας και ο Μάργκοτ ο Μαγαριστής δεν είχε επιστρέψει. Οι ιστορίες που είχαν φτάσει μέχρι την πόλη έλεγαν ότι είχε ξεπαστρέψει όλους τους ληστές, όμως είχε πληγωθεί θανάσιμα. Κανείς όμως δεν τον είχε δει από εκείνη την ημέρα. Όλοι πίστεψαν ότι ήταν νεκρός.
«Ο Μάργκοτ ο γενναίος, πολέμησε πιστά, ο θάνατος τον στόχευσε , δεν πέρασε ξυστά» τραγουδούσαν πια οι τροβαδούροι, και οι παρθένες έκλαιγαν ξέροντας ότι δεν θα μπορούν πλέον να μαγαριστούν από αυτόν. Γιορτές και τσιμπούσια που κράτησαν πολλά μερόνυχτα στήθηκαν στο όνομα του. Ήπιαν γι αυτόν, έφαγαν γι αυτόν και τραγούδησαν γι αυτόν. Οι παρθένες έκλαψαν γι αυτόν. Και μετά άρχισαν να τον ξεχνάνε.
Όλα αυτά μέχρι ένα σούρουπο, ένα χρόνο μετά. Από το παρατηρητήριο της πύλης σάλπισε το βούκινο. «Ανοίξτε τις πύλες, γυρίζει ο Μάργκοτ ο Μαγαριστής» φώναξε ο γέρο Μπλέικ που δεν κατέβαινε ποτέ από τη σκοπιά του.
«Ποιος γυρίζει;» ρώτησε γεμάτος απορία ο πιτσιρικάς που χειριζόταν την αλυσίδα που άνοιγε την πύλη.
«Ο Μάργκοτ ανόητε. Άνοιξε τις πύλες». Έτσι και έγινε. Το άλογο έφτασε μπροστά στις μεγαλειώδεις πόρτες κουβαλώντας τον Μάργκοτ που ίσα ίσα που κρατούσε την ισορροπία του πάνω στο άλογο. Αμέσως έτρεξαν κοντά του οι μυροφόρες με τα γιατρικά τους.
Του έριξαν λίγο νερό στο πρόσωπο και τον ρώτησαν αν είναι καλά. Πετάχτηκε πάνω κραδαίνοντας το σπαθί του φωνάζοντας «Γύρισα γαμιόλες».
Οι μυροφόρες κοκκίνισαν. Κάποιες δυσανασχέτησαν ενώ κάποιες παρθένες έβαλαν τα χέρια τους ανάμεσα στα σκέλια τους.
«Θέλω να δω το βασιλιά» φώναξε και η γη σείστηκε. «Θέλω να δω το βασιλιά και να φάω ένα κομμάτι κέικ» φώναξε. Το βλέμμα του είχε μια τρέλα. Κούνησε για μια φορά ακόμα το σπαθί του στον αέρα, μετά κάρφωσε το βλέμμα του στο χώμα και χωρίς να προλάβει κανείς να τον πιάσει έπεσε με τα μούτρα στο έδαφος. Έμεινε αναίσθητος για περίπου δύο μέρες. Οι φήμες για την κατάσταση του οργίαζαν και στο πανδοχείο του βρωμιάρη Τζον οι διαφορετικές εκδοχές για το τι του συνέβη έδιναν και έπαιρναν.
«Πολέμησε με δράκους»
«Είδε το αληθινό φως»
«Τον πήδηξαν»
«Ανακάλυψε την αλήθεια»
«Βρήκε το χαμένο βασίλειο του Χεϊμσγουόρθ»
«Τον πήδηξαν»
Όλοι όμως συμφώνησαν ότι ο Μάργκοτ που είχε γυρίσει πίσω δεν ήταν ο μεγαλοπρεπής ιππότης του παρελθόντος. Οι παρθένες συνέχισαν να κλαίνε γοερά…
Λίγες ημέρες μετά…
Το πανδοχείο του βρωμιάρη Τζον ήταν γεμάτο. Ήταν αργία στην πόλη που είχε χτιστέι για να τιμήσει το χαμένο βασίλειο του Χέιμσγουόρθ, αφού γιόρταζαν τα 100 χρόνια από την λεηλασία του λόφου της αποψίλωσης. Οι εορτασμοί ξεκινούσαν από νωρίς με την παρέλαση των ιπποτών, συνεχίζονταν το μεσημέρι με τις σούβλες και τα ψητά αγριογούρουνα στην κεντρική πλατεία και από το απόγευμα κατέληγε σε κατανάλωση εκατοντάδων βαρελιών μπύρας.Όλοι οι πάγκοι στο πανδοχείο ήταν γεμάτοι και εννιά στους δέκα πελάτες ήταν μεθυσμένοι. Ο δέκατος ήταν νεκρός. Ήταν μια καλή χρονιά από άποψη νεκρών αφού ακόμα δεν είχε ξεχαστεί ο εορτασμός πριν από μία δεκαπενταετία στον οποίο είχαν χάσει τη ζωή τους 200 από τους συνολικά 800 κατοίκους.
Οι ιππότες του βασιλιά παρέμεναν νηφάλιοι και προσπαθούσαν να κρατήσουν την κατάσταση υπό έλεγχο. Όσο μπορούσαν δηλαδή. Μέχρι τη στιγμή που στο πανδοχείο του βρωμιάρη Τζον μπήκε ο Μάργκοτ ο γενναίος. Αν και παρέμενε ιππότης του βασιλιά (ήταν ένας τίτλος που δεν τον έχανες) δεν συμμετείχε στην προσπάθεια να περιοριστούν οι καυγάδες. Το αντίθετο μάλιστα. Από το πρωί τον είχαν δει πολλοί να συμμετέχει σε φασαρίες στην πόλη τις οποίες συνήθως ξεκινούσε ο ίδιος.
Βλέπετε, ο Μάργκοτ δεν έπινε επειδή ήταν αργία, έπινε πλέον κάθε μέρα και η συμπεριφορά του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον εριστική. Είχε καταφέρει να τσακωθεί εκείνη την ημέρα με τον μανάβη επειδή πίστευε ότι του πέταγε λαχανάκια όταν περνούσε, με τον φούρναρη επειδή νόμιζε ότι τον χτύπησε στην πλάτη με μία φρατζόλα, με τον γιό του χοντρού Τομ επειδή ήταν γιος του Χοντρού Τομ και στην συνέχεια με τον ίδιο τον Χοντρό Τομ απλά επειδή ήταν ο χοντρός Τομ. Ο Μάργκοτ δεν συμπαθούσε τον χοντρό Τομ.
Όταν μπήκε στο πανδοχείο του βρωμιάρη Τζον η μουσική σταμάτησε. Όλοι περίμεναν να δουν ποια θα είναι η πρώτη του κουβέντα. Τα δευτερόλεπτα που πέρασαν έμοιαζαν με αιώνα. Ο Μάργκοτ άφησε τη θήκη με το σπαθί του, έβγαλε την περικεφαλαία του, την κράτησε κάτω από τη δεξιά μασχάλη και κοίταξε την ορχήστρα.
«Μουσική» φώναξε και αμέσως ξέσπασαν χειροκροτήματα και επευφημίες. Και δύο καυγάδες. Ο Μάργκοτ προχώρησε δίνοντας το χέρι στον κόσμο. Παρέμενε δημοφιλής κυρίως για τα κατορθώματα του πριν επιστρέψει αποχαυνωμένος μετά την μάχη με τους 100 ληστές. Ήταν μέρες που θύμιζε τον παλιό του εαυτό αλλά αυτές πλέον ήταν ελάχιστες. Εκείνη η μέρα έμοιαζε καλή και ίσως να ήταν αν δεν έπεφτε πάνω του κατά λάθος ο καμπούρης Λίαμ.
«Συγνώμη Μάργκοτ σκόνταψα…».
Ο Μάργκοτ έδειξε να κατανοεί το λάθος του καμπούρη που ήταν όμως αρκετά μεθυσμένος. «Αλλά έπεσα πάνω σου επίτηδες καριόλη».
Το κεφάλι του καμπούρη Λίαμ κύλησε στο πάτωμα. Το χέρι του Μάργκοτ είχε κινηθεί αστραπιαία και σε κλάσματα του δευτερολέπτου είχε πιάσει το σπαθί του και είχε σημαδέψει το λαιμό του άτυχου φαφλατά. Το κεφάλι του συνέχισε να κυλάει στο πάτωμα μέχρι που το σταμάτησε με τη μπότα του, ένας από τους ιππότες του βασιλιά.
«Αυτό ήταν το τελευταίο σου λάθος, Μάργκοτ» είπε μέσα από την περικεφαλαία του χωρίς να φανερώνει το πρόσωπο του.
«Φανερώσου, αλλιώς ορκίζομαι στο χαμένο βασίλειο του Χείμσγουόρθ ότι το τελευταίο πράγμα που θα δεις θα είναι το ατσάλι μου στην καρωτίδα σου» είπε ο Μάργκοτ που δεν φημιζόταν για την ψυχραιμία του.
Οι ιππότες του βασιλιά στήθηκαν δίπλα στον συνάδελφο τους απέναντι από τον Μάργκοτ. Ήταν περίπου είκοσι. Μια άνιση μάχη.
«Παραδώσου και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά» φώναξε ένας από αυτούς.
«Γαμώ τον βασιλιά» φώναξε ο Μάργκοτ.
«Πάρτο πίσω αυτό που είπες στο όνομα του Βασιλιά»
«Τον παίρνει από πίσω ο Βασιλιάς» φώναξε ο Μάργκοτ που καθάριζε με ένα πανί το σπαθί του από το αίμα του καμπούρη Λίαμ.
«Άσε κάτω το σπαθί σου στο όνομα του βασιλιά».
«Γαμώ το βασιλιά και τα πουτανάκια του»
«Ποια είναι τα πουτανάκια του;»
«Εσείς φυσικά!» φώναξε ο Μάργκοτ υψώνοντας το σπαθί του στον αέρα.
«Πιάστε τον στο όνομα του βασιλιά» φώναξαν με ένα στόμα οι ιππότες.
Στη μάχη που ακολούθησε δεν σκοτώθηκε κανείς. Ο Μάργκοτ εξαφανίστηκε μέσα στον πανικό αφού έσπρωξε μπροστά του τον χοντρό Τομ.
Μικρή λεπτομέρεια. Η πόλη που είχε χτιστεί για να τιμήσει το χαμένο βασίλειο του Χεϊμσγουόρθ δεν είχε βασιλιά εδώ και 25 χρόνια.