Στεκόμουν αρκετή ώρα έξω από το σπίτι. Βασικά στεκόμουν έξω από τη γκαραζόπορτα η οποία ήταν ανοιχτή. Δεν είχα αποφασίσει αν θα πάω μέχρι την πόρτα να χτυπήσω το κουδούνι. Κρατούσα την τσάντα με τα σύνεργα μου στο αριστερό χέρι και η αλήθεια είναι ότι είχα πιαστεί , ίσως θα έπρεπε να αλλάξω χέρι και να την κρατήσω λίγο με το δεξί αλλά φοβόμουν μήπως μου χαλάσει το στυλ.
Την κράταγα καλύτερα με το αριστερό και αν κάποιος με έβλεπε από μακριά νομίζω ότι θα έλεγε το ίδιο. Έχω την εντύπωση ότι με βοηθούσε να στέκομαι καλύτερα και να τονίζονται περισσότερο οι ώμοι μου γιατί όταν δεν κρατούσα κάτι, πάντα είχα την κακή συνήθεια να καμπουριάζω.
Και θυμάμαι ότι η γιαγιά μου έλεγε πάντα να μην καμπουριάζω γιατί καμία γυναίκα δεν γυρίζει να κοιτάξει καμπούρηδες. Μου φαινόταν λίγο ρατσιστική αυτή η τοποθέτηση της γιαγιάς μου, αλλά παρόλα αυτά την ακολουθούσα, γιατί δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία μου με κάποιο γκομενάκι για έναν τέτοιο ηλίθιο λόγο.
Φαντάζεστε να γύρναγε κάποια και να μου έλεγε «Ήμουν έτοιμη να σου δώσω το κορμί μου να το κάνεις ότι θες και να ικανοποιήσεις όλες σου τις τρελές φαντασιώσεις, ακόμα και αυτή που περιλαμβάνει σαντιγί, μέλι και βατόμουρα, αλλά μετά είδα ότι καμπουριάζεις και αποφάσισα να μη να σου δώσω το κορμί μου να το κάνεις ότι θες και να ικανοποιήσεις όλες σου τις τρελές φαντασιώσεις ακόμα και αυτή που περιλαμβάνει σαντιγί μέλι και βατόμουρα».
Αν θεωρείτε απίθανη μία τέτοια γυναικεία τοποθέτηση τότε μάλλον όλες οι γυναίκες που έχετε συναντήσει στη ζωή σας δεν ήταν τρελές, οπότε μάλλον δεν έχετε συνομιλήσει ποτέ με γυναίκα. Τα λένε κάτι τέτοια, αλήθεια!
Η τσάντα συνέχιζε να μου κουράζει το αριστερό χέρι, αλλά εγώ παρέμενα ακίνητος στο ίδιο σημείο και κοίταζα ψηλά και αριστερά.
Και μιας και τα συζητάμε τώρα, είχε αρχίσει να με ενοχλεί και το καπέλο. Δεν ξέρω πως μου είχε έρθει η ιδέα να το πάρω μαζί μου, αλλά ήλπιζα ότι θα δώσει λίγο περισσότερο κύρος στην εμφάνιση μου.
Μου είχε δημιουργήσει όμως μία τρελή φαγούρα στο μέτωπο, αλλά σιγά μην το έξυνα. Όχι. Πάλι μπορεί να μου χάλαγε το στυλ και το στυλ ήταν ένα από τα τελευταία πράγματα για τα οποία μπορούσα ακόμα να καυχιέμαι. Δεν ξέρω πόσοι συμφωνούσαν μαζί μου, αλλά εγώ υποστήριζα με κάθε ευκαιρία ότι είχα και γαμώ τα στυλ.
Μπορεί η κουβέντα να ήταν κάπως έτσι.
«Είσαι μεγάλος μαλάκας»
«Είμαι, αλλά έχω και γαμώ τα στυλ».
Ή κάπως έτσι…
«Ρε τράβα και γαμήσου παπάρα που νομίζεις ότι οι τηγανητές πατάτες δεν τρώγονται χωρίς κέτσαπ».
«Θα νομίζω ό, τι θέλω. Έχω και γαμώ τα στυλ».
Και εδώ που τα λέμε και η καμπαρντίνα είχε αρχίσει να με ζεσταίνει. Δεν ήτανε εποχή ακόμα για καπαρντίνα. Περισσότερο θα έκανε τη δουλειά της μια ζακετούλα, αφού και δεν θα ζεσταινόμουν, αλλά παράλληλα θα δροσιζόμουν κιόλας, αν έπιανε κάποιο δροσερό αεράκι.
Προς το παρόν όμως ζεσταινόμουν και πολύ μάλιστα. Και προσθέστε σε αυτό τη φαγούρα από το καπέλο και το πιάσιμο στο αριστερό χέρι από την τσάντα και θα καταλάβετε ότι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ένιωθα και πολύ άνετα.
Παρέμενα όμως ακίνητος στο ίδιο σημείο, έξω από την ανοιχτή γκαραζόπορτα και κοίταζα ψηλά και αριστερά.
Αυτό το δυνατό φως που ερχόταν από το παράθυρο του πρώτο ορόφου της μονοκατοικίας είχε αρχίσει να μου τη δίνει στα νεύρα. Θα μου πείτε δικαίωμα έχει ο καθένας να ανάβει όσα φώτα θέλει, αλλά δεν κάνει κακό λίγη οικονομία στο ρεύμα που και που. Αφήστε που τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού ήταν κανονικά φωτισμένα οπότε μάλλον είχε γίνει μαλακία με τις λάμπες. Ήταν ξεκάθαρο μάλλον ότι έχει γίνει μαλακία με τις λάμπες και αν αποφάσιζα να μπω στο σπίτι τελικά θα τους το έλεγα.
«Καλησπέρα σας. Με καλέσατε και ήρθα αλλά πριν κάνω τον οποιοδήποτε εξορκισμό θέλω να σας πω κάτι που με τρώει εδώ και ώρα. Έχει γίνει μαλακία με τις λάμπες. Αυτή στο δωμάτιο του πρώτου ορόφου που αν δεν κάνω λάθος βρίσκεται ακριβώς από πάνω μας φωτίζει πάρα πολύ. Έχει γίνει μαλακία με τις λάμπες».
Αυτό ακριβώς θα τους έλεγα, αν αποφάσιζα να μπω τελικά στο σπίτι. Είχα που είχα το πιάσιμο στο αριστερό χέρι, τη φαγούρα στο κούτελο και την υπερβολική ζέστη που μου προκαλούσε η καπαρντίνα που φορούσα, είχα και το πρόβλημα με τις λάμπες να μου τριβελίζει το μυαλό. Είχα νεύρα λοιπόν. Ναι. Μπορώ να σας το πω με κάθε σιγουριά. Είχα νεύρα.
Τα οποία έγιναν ακόμα περισσότερα μόλις είδα την ταμπέλα που ήταν τοποθετημένη πάνω στην κολόνα που βρισκόταν ακριβώς δίπλα μου.
«Μην παρκάρετε. Ποτέ».
Αλήθεια; Τι ποτέ; Δηλαδή αν θέλω να βάλω λίγο το αμάξι με αλάρμ, γιατί δεν βρίσκω άλλη θέση και να πάω στο ψιλικατζίδικο να πάρω ένα παγωτό να δροσιστώ, δεν θα πρέπει να παρκάρω γιατί το λέει η ταμπέλα σας; Και τι δηλαδή δεν θα πάρω παγωτό; Και τι θα γίνει δηλαδή θα με κάνετε ντα;
Όχι! Να πα να γαμηθείτε. Θα παρκάρω όπου θέλω και για όσο θέλω. Βέβαια δεν είχα αμάξι εκείνη τη στιγμή μαζί μου, αφού είχα έρθει με ταξί, αλλά αν είχα έρθει με αμάξι και δεν έβρισκα αλλού θέση που θα το έβαζα; Σκέφτηκα που θα το έβαζα! Στον κώλο σας.
Δεν αντεχόταν αυτή η κατάσταση αλήθεια σας το λέω. Είχα που είχα το πιάσιμο στο αριστερό χέρι, τη φαγούρα στο κούτελο, την υπερβολική ζέστη που μου προκαλούσε η καπαρντίνα που φορούσα και τη μαλακία που είχε γίνει με τις λάμπες , είχα και την ταμπέλα να μου δίνει εντολές.
Τέλος. Θα έφευγα. Σιγά μην κάτσω. Να πάτε να γαμηθείτε και εσείς και ο εξορκισμό σας. Φεύγω. Κουνήθηκα επιτέλους από εκεί που στεκόμουν τα τελευταία δέκα λεπτά και γύρισα για να φύγω.
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που με είχε καλέσει άνοιξε ξαφνικά την πόρτα.
«Πάτερ» φώναξε «Που πάτε, εγώ σας κάλεσα»
«Στα παπάρια μου» της φώναξα.
«Πάτερ σας παρακαλώ. Η κόρη μου είναι δαιμονισμένη. Μόνο εσείς μπορείτε να βοηθήσετε, μη φεύγετε».
«Στα παπάρια μου» της φώναξα ακόμα πιο δυνατά και με εμφανή τον εκνευρισμό στη φωνή μου. Την άκουσα να μυξοκλαίει και τότε σταμάτησα για λίγο.
Γύρισα προς το μέρος της χωρίς όμως να πλησιάσω. Με είδε και είπε με τρεμάμενη φωνή…
«Πάτερ! Αλλάξατε γνώμη ευτυχώς. Ελάτε σας παρακαλώ η κόρη μου είναι δαιμονισμένη».
«Σας είπα στα παπάρια μου για την κόρη σας. Το μόνο που θέλω να σας πω είναι ότι στον πρώτο όροφο έχει γίνει μαλακία με τις λάμπες».
Έβγαλα το καπέλο, άφησα την τσάντα κάτω, έβγαλα την καπαρντίνα, την κράτησα στο αριστερό χέρι, πήρα την τσάντα στο δεξί και έφυγα.