Ο Μπομπ είναι κακοποιός. Με την έννοια που θα τον περιέγραφε ένας εκπρόσωπος του νόμου όμως. Κάνει πράγματα που δεν επιτρέπονται. Όχι εγκλήματα όμως. Είναι κακοποιός. Αλλά ωραίος τύπος. Όχι και πολύ έξυπνος είναι η αλήθεια, αφού δεν διάβασε ποτέ ένα βιβλίο στη ζωή του, αλλά αν κάτσεις μαζί του να πιείτε μία μπύρα θα περάσεις καλά και πιθανότατα θα σε κεράσει κιόλας.
Είναι κακοποιός γιατί το έκανε μια φορά και του άρεσε. Έκλεψε από έναν τύπο που δεν χώνευε με τίποτα. Και από τότε δεν σταμάτησε να κλέβει από τύπους που δεν χωνεύει αλλά και από μαγαζιά που δεν έχουν καμία απολύτως ανάγκη. Αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τέτοια. Τέτοιος κακοποιός είναι. Και δουλεύει πάντα μόνος του και χωρίς ποτέ μα ποτέ να κουβαλάει μαζί του όπλο. Άρα στην ουσία δεν κινδυνεύει κανένας. Βέβαια για να τα λέμε όλα, είναι αρκετά δυνατός για να βάλει κάτω τέσσερις άντρες που θα πάνε να τον ακινητοποιήσουν. Μπορεί και πέντε αλλά μέχρι τέσσερις το έχουν προσπαθήσει.
Τον γνώρισα στο μπαρ, απέναντι από το σπίτι μου. Χαζεύαμε στην τηλεόραση έναν αγώνα, καθόμασταν δίπλα δίπλα και συμφωνούσαμε σχεδόν σε όλα. Με κέρασε μια μπύρα και μετά με κέρασε και δεύτερη. Συναντιόμασταν συχνά από τότε, αλλά μόνο όταν κλείσαμε περίπου ένα χρόνο γνωριμίας μου αποκάλυψε πώς βγάζει τα λεφτά του. Κέρδισα την εμπιστοσύνη του, αλλά με προειδοποίησε ότι αν άνοιγα το στόμα μου θα μου κρέμαγε σε μία κολώνα της ΔΕΗ με ένα ροζ φιόγκο. Μου είπε ότι αστειευόταν φυσικά για το φιόγκο αλλά αυτό με την κολώνα της ΔΕΗ δεν το πήρε πίσω.
Δεν κατάλαβα εκείνη την ημέρα για ποίο λόγο μου τα είπε όλα αυτά. Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα να σας πω την αλήθεια. Όλα όσα σας περιέγραψα στην αρχή για τον Μπομπ ήταν δικά του λόγια. Δεν μπορώ να ξέρω δηλαδή με ακρίβεια, αν όντως ήταν άοπλος στις ληστείες του και αν όντως έκλεβε μόνο από ανθρώπους που δεν είχα ανάγκη τα λεφτά και αν όντως δεν σκότωνε. Μου το έχει πει και το είχα πιστέψει. Είχα μια τάση να εμπιστεύομαι ανθρώπους που χαμογελάνε αν και αυτό δεν θα έπρεπε να είναι κριτήριο για την τελική γνώμη που σχηματίζεις για τον άνθρωπο που έχεις απέναντι σου.
Αν δηλαδή σου επιτεθεί ένας δίμετρος εφοριακός που κρατάει στα χέρια του τσεκούρι, αλλά παράλληλα χαμογελάει, τι θα κάνεις θα κάτσεις να τη φας; Την τσεκουριά. Αυτός είναι ένας προβληματισμός που δημιουργήθηκε τώρα που σας τα λέω όλα. Δεν τον είχα πριν.
«Αν πεις τίποτα σε κανένα θα σε κρεμάσω από την κολώνα της ΔΕΗ και θα σου φορέσω ένα ροζ φιόγκο» έλεγε συχνά πλέον αστειευόμενος.
Περνάγαμε καλά λοιπόν με τον Μπομπ κάθε φορά που βρισκόμασταν στο μπαρ. Ξέρετε, πράγματα που λένε οι άντρες όταν είναι μόνοι τους και πίνουν μπύρες. Αθλητικά και γκόμενες δηλαδή αν και όπως σας είπα νωρίτερα, δύσκολα θα μπορούσες να συζητήσεις κάτι άλλο με τον Μπομπ. Τα ενδιαφέροντα του ήταν αρκετά περιορισμένα.
Μια μέρα φεύγοντας από το μπαρ τον χαιρέτησα και ανέβηκα σπίτι. Βγήκα στο μπαλκόνι για να κάνω το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας. Χάζευα στο δρόμο όταν είδα μία αντρική φιγούρα μέσα στο σκοτάδι, περίπου πενήντα μέτρα μακριά να κινείται παράλληλα με μία γυναίκα που περπατούσε στο δρόμο. Τον είδα να τρέχει προς το μέρος της και να της αρπάζει την τσάντα, η γυναίκα φώναξε και ο άντρας χάθηκε στις σκιές. Ο άντρας ήταν ο Μπομπ, ήμουν απόλυτα σίγουρος γι αυτό. Προβληματίστηκα.
Θα μου πείτε, τώρα προβληματίστηκες μαλάκα και θα έχετε δίκιο.
Του το είπα όμως την επόμενη φορά που τον είδα. Ένιωσα ότι είχα αρκετό θάρρος μαζί του για να μιλήσουμε ανοιχτά. Του είπα λοιπόν ότι είδα τι έκανε σε κείνη τη γυναίκα. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε ξαφνικά και για αρκετά δευτερόλεπτα δεν είπε κουβέντα. Πήρε μια βαθειά ανάσα, το πρόσωπο του επανήλθε με ένα πιο προσιτό βλέμμα τελικά και μου είπε:
«Η μάνα μου είναι στο νοσοκομείο. Έπρεπε να βρω γρήγορα λεφτά. Δεν της έκανα κακό το είδες. Χρειαζόμουν όμως τα λεφτά, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Πες μου ότι με καταλαβαίνεις» είπε και μου χαμογέλασε.
Διέκρινα στο βλέμμα του μία ειλικρινή μεταμέλεια, έτσι δεν είχα λόγο να το συνεχίσω. Ήπιαμε τις μπύρες μας και η υπόλοιπη βραδιά κύλησε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Χαιρετηθήκαμε έξω από το μπαρ, ανανεώσαμε το ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα και ανέβηκα σπίτι.
Βγήκα στο μπαλκόνι για το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας. Χάζευα στο δρόμο όταν είδα μία αντρική φιγούρα μέσα στο σκοτάδι, περίπου πενήντα μέτρα μακριά να κινείται παράλληλα με έναν πιτσιρικά, όχι πάνω από 15 χρονών. Τον είδα να τρέχει προς το μέρος του, να τον χτυπάει, να του αρπάζει το κινητό από τα χέρια και να του αδειάζει τις τσέπες. Ο πιτσιρικάς φώναξε και ο άντρας χάθηκε στις σκιές. Ο άντρας ήταν ο Μπομπ, ήμουν απόλυτα σίγουρος γι αυτό. Προβληματίστηκα.
Μπράβο μαλάκα που προβληματίστηκες, θα πείτε και θα έχετε δίκιο. Πήρα τηλέφωνο αμέσως την αστυνομία χωρίς να το σκεφτώ. Τους είπα τι είχα δει εκείνη την ημέρα και τους διηγήθηκα όλη την ιστορία με τον Μπομπ. Την επόμενη ημέρα το πρωί μπαίνοντας στο internet είδα τον τίτλο της είδησης.
«Δραπέτευσε από την Ευελπίδων ο άνδρας που συνελήφθη χθες το βράδυ για μικροκλοπές»
Η είδηση συνοδευόταν από τη φωτογραφία του Μπομπ. Η έκπληξη μου συνοδεύτηκε από το δυνατό γδούπο της πόρτας του σπιτιού που έπεφτε, η κραυγή μου συνοδεύτηκε από την εικόνα του
Μπομπ να έρχεται προς το μέρος μου και να με αρπάζει από το λαιμό, το χτύπημα που δέχθηκα στο κεφάλι συνοδεύθηκε από την λιποθυμία μου.
Αυτή τη στιγμή που σας μιλάω είμαι κρεμασμένος από την κολώνα της ΔΕΗ. Το κρέμασμα μου συνοδεύεται από ένα ροζ φιόγκο στο λαιμό.