Μην κοιτάξεις πίσω σου
Project 33

Μην κοιτάξεις πίσω σου

Πέταξε το πετραδάκι τόσο ίσια που το είδε να κάνει πέντε γκελ πάνω στο νερό πριν βυθιστεί. Κοίταξε το ηλιοβασίλεμα που γέμιζε με τα χρώματα του τον ορίζοντα. Ήταν το πιο όμορφο θέμα που είχε αντικρύσει εδώ και καιρό. Τον είχε πιάσει μία ρομαντική διάθεση είναι η αλήθεια. Ήταν στις καλές του.

«Ώστε δεν ξέρεις τίποτα ε; Σε πιστεύω» είπε και πυροβόλησε τον τύπο που ήταν δεμένος πάνω στον πάσαλο, στο κεφάλι.

«Φέρτε μου τον επόμενο» φώναξε. «Ίσως αυτός να έχει κάτι να μας πει».

Έπιασε άλλο ένα πετραδάκι στο χέρια του και το ζύγισε πετώντας το ελαφρά στον αέρα. Ήταν ένα καλό πετραδάκι, άψογα σμιλεμένο από την επίδραση της θάλασσας και του ήλιου πάνω του. Έτοιμο για πολλά γκελ, τέτοιο πετραδάκι ήταν. Έφερε το δεξί του χέρι λίγο πιο πίσω από το σώμα του και με ένα άψογο τίναγμα το καρπού το έστειλε να κάνει επτά γκελ πριν χαθεί στο νερό. Δεν ήταν θέμα δύναμης, ήταν θέμα τεχνικής.

Ο ήλιος είχε χαθεί πλέον πίσω από τα βουνά και το δροσερό αεράκι έφερνε μια αγαλλίαση στις αισθήσεις του. Όταν θα γύρναγε στο σπίτι σε μερικές ώρες θα έβαζε ένα ποτήρι κρασί να πιει και το Kind of Blue του Miles Davis να παίζει από τα ηχεία. Ήταν μία τέτοια βραδιά.

Γεμάτη από τις μικρές χαρές της ζωής που πολύς κόσμος δεν μπορεί να τις καταλάβει, δεν μπορεί να τις νιώσει, δεν μπορεί να τις ζήσει και απλά να καταλάβει ότι η ευτυχισμένη ζωή είναι απλά μία συλλογή από τέτοιες στιγμές. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και είδε ένα μοναχικό θαλασσοπούλι να κάνεις τις τελευταίες του βόλτες πάνω από το νερό. Σε λίγη ώρα και αυτό θα πήγαινε βρει τους δικούς του και να περάσει την ηρεμία της νύχτας σε ασφαλή τοποθεσία, μακριά από τους θορύβους του σύγχρονου πολιτισμού.

Γύρισε το κεφάλι του και είδε ότι οι βοηθοί του είχαν φέρει έναν ακόμα τύπο και τον είχαν δέσει πάνω στον πάσσαλο που βρισκόταν στη μέση της ερημικής παραλίας. Τον πλησίασε με αργά και σταθερά βήματα τινάζοντας παράλληλα λίγη άμμο προς το μέρος του.

«Καλώς τον μαλάκα» είπε με έναν ευδιάθετο αλλά καθόλου περιπαικτικό τόνο στη φωνή του. Ο δεμένος δεν μίλησε. Βασικά και να ήθελε δεν θα μπορούσε γιατί και το στόμα του ήταν καλυμμένο σφιχτά με μονωτική ταινία.

«Τα πράγματα είναι απλά. Όπως θα έχεις διαπιστώσει αυτή τη στιγμή δεν έχεις το πάνω χέρι. Δεν θα έρθει κανένας να σε σώσει. Δεν παίζουμε σε ταινία οπότε ένα θαύμα της τελευταίας στιγμής είναι τόσο πιθανό όσο πιθανό είναι να μάθω να μιλάω ισπανικά τέλεια σε δύο μέρες. Απίθανο δηλαδή. Έχεις μπροστά σου δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να μην πεις τίποτα και να φας μία σφαίρα εδώ ακριβώς» είπε και ακούμπησε τον δεμένο στο κούτελο με το δάχτυλο. «Η δεύτερη σου επιλογή είναι να μιλήσεις. Σε αυτή την περίπτωση έχεις τον λόγο της τιμής μου ότι θα φύγεις ζωντανός από εδώ. Ότι θα φας πολύ ξύλο ακόμα και αν μιλήσεις είναι δεδομένο, αλλά τουλάχιστον θα φύγεις ζωντανός. Νομίζω ότι η σωστή επιλογή είναι προφανής». Ο δεμένος μούγκρισε κάτι μέσα από την μονωτική ταινία που του έσφιγγε το στόμα.

«Θα σε αφήσω ακριβώς πέντε λεπτά να το σκεφτείς καλά. Όταν θα γυρίσω θέλω να μιλήσεις» είπε και απομακρύνθηκε προς το μέρος της παραλίας που στεκόταν και νωρίτερα πετώντας πετραδάκια. Πήγε και έκατσε κάτω από το μοναδικό δέντρο. Συνέχισε να χαζεύει την ήρεμη θάλασσα και την αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω της. Ήταν ένα φεγγάρι γεμάτο, λαμπερό και πεντακάθαρο. Ήταν ένα φεγγάρι από αυτά που όταν στέκεσαι απέναντι τους νιώθεις μικρός και ασήμαντος. Και ταυτόχρονα, τα προβλήματα σου, όποια κι αν είναι αυτά, τα αισθάνεσαι μικρά και ασήμαντα. Έπιασε ένα ακόμα πετραδάκι στα χέρι του και το ζύγισε. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει ξανά προς το κέντρο της παραλίας όπου βρισκόταν ο δεμένος. Πέταξε το πετραδάκι δυο-τρεις φορές στον αέρα και το έβαλε στην τσέπη του. Αυτό δεν θα πήγαινε στη θάλασσα αλλά θα το έπαιρνε μαζί του στην επόμενη βόλτα που ίσως να τον έφερνε στο σπίτι κάποιου που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Με το πετραδάκι στο ένα χέρι και το όπλο του στο άλλο.

Έφτασε μπροστά από τον δεμένο άντρα που μούγκριζε ακόμα. Θα ήθελε να μπορούσε να ξέρει τι σκέφτεται κάποιος που είναι σε αυτή την κατάσταση ξέροντας ότι η ζωή του μπορεί να φτάσει στο τέλος της. Είχε επίγνωση της κατάστασης άραγε; Ήξερε ότι αν η σφαίρα βρει τον προορισμό της όλα θα τελείωναν εκεί ή πίστευε σε μία συνέχιση της συνείδησης και μετά τον θάνατο; Θα ήθελε πολύ να τα μάθει όλα αυτά αλλά δεν ήταν η ώρα για φιλοσοφικές συζητήσεις με δεμένους σε πασσάλους.

Στάθηκε μπροστά του και έσκυψε για να τον φτάσει. «Τώρα θα σου τραβήξω την ταινία και θα μιλήσεις» του είπε. Οι βοηθοί του ήταν σκορπισμένοι σε όλες τις άκρες της παραλίας. Οι δύο από αυτούς έσκαβαν πρόχειρους τάφους για τους τρεις που είχαν περάσει από τον πάσσαλο, αλλά είχαν πει ότι δεν ήξεραν τίποτα. Πιθανότατα θα χρειαζόταν να σκάψουν και άλλον έναν σε λίγη ώρα.

Τράβηξε την ταινία απότομα.

«Λοιπόν… Πρωί Δευτέρας, 22 Σεπτεμβρίου 2011. Ένας άντρας μπαίνει στην τράπεζα και φωνάζει ληστεία. Όλοι πέφτουν κάτω. Δεν κάνει όμως καμία κίνηση για λεφτά. Πάει κατευθείαν στο ταμείο σηκώνει το όπλο και πυροβολεί τη γυναίκα που κάθεται πίσω από αυτό. Φεύγει τρέχοντας χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. Ξέρω ότι ήταν ένα από τα φιλαράκια σας. Ποιος ήταν και γιατί το έκανε. Πρόσεξε καλά τι θα πεις».

Ο δεμένος κλαψούρισε λέγοντας κάτι που δεν έβγαζε κανένα απολύτως νόημα.

«Μίλα καθαρά».

Ο δεμένος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν συνέβη αυτό που λες. Δεν συνέβη ποτέ. Αφού το ξέρεις ότι δεν συνέβη γιατί το κάνεις αυτό;» είπε.

«Ώστε δεν ξέρεις τίποτα ε; Σε πιστεύω» είπε και πυροβόλησε τον τύπο που ήταν δεμένος πάνω στον πάσαλο, στο κεφάλι.

«Φέρτε μου τον επόμενο» είπε. Οι δύο βοηθοί που στέκονταν κοντά του κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι. «Δεν έχουμε άλλους» είπε ο πιο ψηλός από τους δύο.

«Τους σκότωσες και τους τέσσερις». Ήταν αλήθεια τους είχε σκοτώσει και τους τέσσερις. Κοίταξε ξανά το φεγγάρι.

Σκέφτηκε ότι ίσως δεν ήταν και τόσο καλό αυτό που έκανε. Να σκοτώνει δηλαδή ανθρώπους που θεωρούσε υπεύθυνους για τον θάνατο μίας γυναίκας που όλοι έλεγαν ότι δεν υπήρξε ποτέ. Δεν ήταν όμως σίγουρος για τίποτα. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την ανάμνηση από τη φαντασία. Την πραγματικότητα από τη φαντασία.

Και για να τα λέμε όλα εσύ που διαβάζεις αυτή τη στιγμή, πως είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν είμαι ακριβώς από πίσω σου κρατώντας ένα πετραδάκι στο αριστερό χέρι και το όπλο μου στο άλλο;

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ