To Roxx παρακολουθεί τις εξελίξεις στη χώρα με αφορμή τα προληπτικά μέτρα για τον κορωνοϊό και έχει ζητήσει από έναν συντάκτη του να καταγράφει τις περιπέτειες του. Αυτή που ακολουθεί είναι η πρώτη ανταπόκριση που μας έστειλε από την επίσκεψη του σε σούπερ μάρκετ. Θα πρέπει να σας τονίσουμε με αφορμή τα όσα θα διαβάσετε ότι η πραγματικότητα είναι μία διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας.
Μπήκα μέσα στο σούπερ μάρκετ φορώντας ακόμα τα γυαλιά ηλίου αν και είχε σουρουπώσει. Ένιωσα τα βλέμματα να στρέφονται πάνω μου και να με τρυπάνε με μίσος. Ίσως σε αυτό να βοήθησε η ατάκα που είπα μπαίνοντας. «Κάντε στην άκρη γιατί μπορεί να τσακωθούμε και να σας σπρώξω ελαφρά» είπα και το εννοούσα. Ήθελα να τους κάνω να καταλάβουν ότι τα πράγματα άλλαξαν με το που μπήκα. Πλέον θα παίζαμε με τους δικούς μου κανόνες και όχι με τους κανόνες του πανικού που είχαν δημιουργήσει στο μυαλό τους.
Ήμουν σίγουρος ότι απέπνεα μια σιγουριά, μία επιβλητικότητα, μία αύρα νικητή που θα μου έδινε το προβάδισμα σε αυτή την άτυπη μάχη που ξεκινούσε. Πήρα μια βαθιά ανάσα, έβγαλα το γυαλιά και κοίταξα τους γεμάτους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ που απλώνονταν μπροστά μου. «Έρχομαι» είπα και έκανα ένα βήμα μπροστά, όταν ένα τρομερό χτύπημα με έκανε να λυγίσω και αν και προσπάθησα να μείνω όρθιος τελικά δεν τα κατάφερα. Έπεσα.
Αυτός που με χτύπησε πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο μέτρα και 120 κιλά. Δεν τον είχα δει όμως η δύναμη του χτυπήματος ήταν τέτοια που μόνο από έναν ογκόλιθο θα μπορούσε να είχε προέλθει.
Κυλίστηκα δυο-τρεις φορές στο πάτωμα προσπαθώντας να συνέλθω. Ο προβολέας σε εκείνο το σημείο με τύφλωνε, έτσι δεν μπορούσα να δω καθαρά αυτόν που με χτύπησε. Στεκόταν όμως από πάνω μου και ένιωθα ότι γελούσε ειρωνικά. Θα το πλήρωνε. Έφερα το χέρι μπροστά στα μάτια μου για να καλύψω το φως του προβολέα και να δω επιτέλους αυτόν που με είχε ρίξει κάτω σαν πούπουλο.
«Τι έγινε μαλάκα, θα μας σπρώξεις τελικά ελαφρά» είπε η φωνή. Ήταν μια γιαγιά γύρω στα 70. Κρατούσε ένα μπαστούνι στο χέρι. «Είναι δυνατόν να κατάφερε να με ρίξει η γιαγιά;» αναρωτήθηκα.
«Είδες πως κατάφερε να σε ρίξει η γιαγιά;» είπε και μου έδωσε μία με το μπαστούνι στο πόδι. Έβγαλα μία μικρή και πνιχτή κραυγή την ώρα που η γιαγιά έφευγε γελώντας. Προφανώς και δεν μπορούσα να απαντήσω αλλά ίσως να έβρισκα μία άλλη στην ηλικία της, να την πλήρωνα και να έκανε αυτή τη δική μου δουλειά.
Όταν κατάφερα τελικά να σηκωθώ, κανένας δεν μου έδινε πλέον σημασία και συνωστίζονταν στους διαδρόμους σαν ζόμπι που αναζητούν ανθρώπινη σάρκα. Κοίταξα τριγύρω ψάχνοντας για ένα καλαθάκι, αλλά τίποτα. Δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα πολλά πράγματα. Έψαχνα μόνο καφέ, μπατονέτες, ρυζογκοφρέτες και ένα οικογενειακό παγωτό.
Έστριψα στον αριστερό διάδρομο πηγαίνοντας κατευθείαν για τον καφέ. Ένας τύπος γύρω στα 65 μου έκλεισε το δρόμο. «Δεν περνάς από εδώ» μου είπε. «Αυτή είναι η δική μας περιοχή».
«Ποιοι είστε εσείς και πως έχετε ορίσει τη δική σας περιοχή;» του είπα με ύφος που έδειχνε ότι δεν έχω σκοπό να κάνω πίσω. Πίσω του εμφανίστηκαν γρήγορα άλλοι πέντε, περίπου στην ίδια ηλικία που κρατούσαν στα χέρια τους συσκευασμένες σακούλες σκουπιδιών και τις χτυπούσαν στο χέρι τους λες και κράταγαν ρόπαλα.
«Είμαστε οι σερίφηδες. Θα σε πλακώσουμε» μου απάντησε ο 65χρονος ενώ η παρέα του έβγαζε μουγκρητά.
Πως θα με πλάκωναν με τις σακούλες σκουπιδιών δεν μπορώ να το καταλάβω, αλλά αποφάσισα γρήγορα ότι δεν υπήρχε λόγος να το διαπιστώσω αυτή τη στιγμή. «Κερδίσατε αυτή τη μάχη αλλά όχι τον πόλεμο» είπα και γύρισα να φύγω, όταν ένας από αυτούς με χτύπησε με τις συσκευασμένες σακούλες στα πλευρά και άρχισε να γελάει.
«Τι γελάς, ρε μαλάκα, πόνεσα λίγο» του είπα και άρπαξα από το ράφι που ήταν μπροστά μου ένα διχτάκι με γαλατάκια του καφέ. Με μία αστραπιαία κίνηση τα πέταξα πάνω σε αυτόν που με είχε χτυπήσει και άρχισα να τρέχω φωνάζοντας «από μένα θα το βρείτε γαμιόληδες».
Είχα φτάσει στην άλλη άκρη του σούπερ μάρκετ προσπερνώντας δεκάδες ανθρώπους που τσακώνοντας μπροστά στα ράφια και δεν είχα κοιτάξει ούτε μία φορά πίσω μου. Οι σερίφηδες δεν πρέπει να με είχαν ακολουθήσει. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα ότι βρισκόμουν μπροστά από τα ράφια με τις ρυζογκοφρέτες. Ήταν ίσως τα μοναδικά που παρέμεναν γεμάτα. Προφανώς κανένας δεν ήθελε ρυζογκοφρέτες ακόμα και τώρα που βρισκόμασταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Πήρα δύο πακέτα στα χέρια μας και πήγα να φύγω από την άλλη μεριά, όταν με την άκρη του ματιού μου είδα στο τέλος του διαδρόμου μαζεμένο κόσμο σε κύκλο να φωνάζει. «Γάμησε τον» φώναζε κάποιος. «Με πιο πολλή δύναμη» φώναζε κάποιος άλλος. «Σπρώξε ρε μαλάκα» είπε ένας άλλος.
Η φαντασία μου πήγε σε διάφορα και πολύ παράξενα μέρη με αφορμή τα όσα έλεγαν, έτσι η περιέργεια μου νίκησε. Έπρεπε να δω τι συμβαίνει. Κρατώντας πάντα τις ρυζογκοφρέτες έφτασα στο σημείο που είχαν συγκεντρωθεί και δεν πίστευα στα μάτια μου.
Στο κέντρο του μεγάλου κύκλου υπήρχαν δύο καροτσάκια του σούπερ μάρκετ. Μέσα στο καθένα καθόταν ένας άνδρας και τα καροτσάκια έσπρωχναν δύο άλλοι. Έπαιρναν φόρα και τα έριχναν ο ένας πάνω στον άλλο.
«Θες να ποντάρεις φιλαράκο» μου είπε ένας κοντούλης με τραγιάσκα που είχε έρθει από πίσω μου χωρίς να τον καταλάβω. «Πως κερδίζεις σε αυτό;» τον ρώτησα.
«Όταν πέσουν κάτω και οι δύο από ένα καρότσι. Αν πέσουν ταυτόχρονα διπλασιάζεται το ποσό».
«Δεν έχω μετρητά πάνω μου, έχω όμως αυτό». Του έδειξα μία γυαλιστερή μπίλια που κουβαλούσα πάντα μαζί μου. Έδειξε να εντυπωσιάζεται αν και η αξία της ήταν μηδαμινή. Πήρε τη μπίλια στα χέρια του και με ρώτησε σε ποιο καρότσι ποντάρω.
Έδειξα το αριστερό και περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία. Τους είδα να παίρνουν φόρα και η αδρεναλίνη με πλημμύρισε. Την ώρα που τα καρότσια συγκρούστηκαν για πρώτη φορά άρχισα να φωνάζω «Γάμησε τον, με πιο πολλή δύναμη, σπρώξε ρε μαλάκα».
Το δεξί καρότσι κέρδισε τελικά, έτσι ο κοντούλης με κοίταξε και μου έκανε ένα βλέμμα αποχαιρετισμού κρατώντας τη μπίλια μου. Είχα χάσει, ναι, αλλά την επόμενη φορά θα ερχόμουν πιο καλά προετοιμασμένος και ίσως να συμμετείχα κιόλας στις καροτσομαχίες.
Πήρα το οικογενειακό παγωτό και τις μπατονέτες χωρίς άλλα προβλήματα, στάθηκα στην ουρά για ένα εικοσάλεπτο προσπαθώντας να μην πλησιάσω πολύ κανέναν από τους υπόλοιπους και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
«Έτσι μπράβο, άντε γαμήσου» μου φώναξε ο αρχηγός των σερίφηδων από την άλλη άκρη. Του απάντησα με ένα κωλοδάχτυλο και ένα νόημα ότι θα τα ξαναπούμε.
Αυτό που δεν είχα δει ήταν μία μυστήρια φιγούρα που στεκόταν στον κεντρικό διάδρομο. Φορούσε ολόσωμη φόρμα εργασίας και κάλυπτε το πρόσωπο του μία μάσκα προβάτου. Όλη την ώρα κοιτούσε προς το μέρος μου.
Βγήκα από το σούπερ μάρκετ ενώ είχε νυχτώσει για τα καλά. Αύριο θα χρειαζόμουν ένα κούρεμα…