Σε αυτή την πόλη δεν ξημερώνει ποτέ
Project 33

Σε αυτή την πόλη δεν ξημερώνει ποτέ

Αυτό είναι το δεύτερο κείμενο του project 33. Για να βγάλετε άκρη καλύτερα να το πάρετε από την αρχή.

Ήταν μια περίεργη ημέρα, αυτή που έφερε στην πόλη για πρώτη φορά. Θυμάμαι να κατεβαίνω ένα λόφο και θυμάμαι επίσης ότι αν και οι ώρες που είχαν προηγηθεί ήταν έντονες (μόνο έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω μια διπλή απόπειρα δολοφονίας μέσα σε μία καλύβα από έναν πιτσιρικά), δεν ένιωθα καθόλου την ένταση της στιγμής.

Θυμάμαι μόνο ένα κενό. Το έριξα λοιπόν στο περπάτημα. Περπατούσα και περπατούσα, ώσπου βγήκα από τους κεντρικούς δρόμους και έφτασα σε ένα μέρος που μου έμοιαζε άγνωστο. Δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα όμως, αφού όπως σας είπα υπήρχε ένα κενό μέσα μου που ρουφούσε τα πάντα. Δεν ένοιωσα καμία στιγμή φόβο από το γεγονός ότι περιφερόμουν μόνος μου στην ερημιά μέσα στη νύχτα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα φράγκο πάνω μου. Το πολύ πολύ να με σκότωναν, αλλά εδώ που τα λέμε εκείνη τη χρονική στιγμή ίσως να έμοιαζα πολύ πιο επικίνδυνος από ότι πραγματικά ήμουν και να μην έμπαινε κανένας στον κόπο να με πλησιάσει.

Και έτσι έγινε. Κανένας δεν με πλησίασε. Όχι όμως γιατί με φοβήθηκαν, αλλά επειδή δεν συνάντησα κανέναν στο δρόμο μου. Ίσως θα έπρεπε να με έχει παραξενέψει το γεγονός ότι όλες αυτές τις ώρες που περπατούσα προσπαθώντας να σκεφτώ τι στο διάολο θα κάνω μετά, δεν είχα συναντήσει ούτε έναν άνθρωπο, ούτε ένα αυτοκίνητο, αλλά δεν με παραξένεψε. Η αλήθεια είναι ότι η τελευταία φορά που θα σκεφτόμουν όπως σκέφτεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος, ήταν πολλά χρόνια πριν. Τόσα που ούτε καν μπορώ να τα μετρήσω.

Αυτό το περπάτημα που σας περιγράφω, με έφερε για πρώτη φορά πριν από τέσσερα χρόνια στην πόλη. Τα έντονα φώτα με τράβηξαν κοντά της και από τότε έγινα ένα από τα κομμάτια της. Και από τότε επίσης προσπαθώ να βγάλω μια άκρη με όλη τη γαμώ-ιστορία. Συγχωρέστε με που την αποκαλώ γαμώ-ιστορία αλλά πως αλλιώς να περιγράψω μία κατάσταση στην οποία είσαι κάτοικος σε μία πόλη που δεν είναι ποτέ μέρα και οι υπόλοιποι άνθρωποι που ζουν σε αυτή, όλοι κατέληξαν εκεί με τον ίδιο τρόπο με έμενα.

Ίσως σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας πω κάτι. Περνάω καλά στην πόλη. Βασικά περνάω καλύτερα από όσο είχα περάσει στην υπόλοιπη ζωή μου. Αλλά! Αυτό το συναίσθημα που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις ακόμα και όταν όλα πάνε καλά στη ζωή σου έχει επιστρέψει δριμύτερο τις τελευταίες ημέρες. Γι αυτό ζήτησα τη βοήθεια σας και γι αυτό σας πήρα μαζί μου σε αυτή τη βόλτα. Ίσως αν έχω κάποιον να τα πω, μπορέσω να βγάλω άκρη. Γιατί δεν μπορώ να μιλήσω με κανέναν από όσους ζουν στην πόλη για τις σκέψεις μου. Έχω προσπαθήσει μη νομίζετε, αλλά πάντα η κουβέντα αλλάζει κατεύθυνση και όχι με δική μου ευθύνη. Είναι σαν να μην με ακούνε καν.

Βασικά να πάνε να γαμηθούνε που δεν μου δίνουν σημασία. Ορίστε! Το είπα και ξαλάφρωσα. Να πάνε να γαμηθούνε.

Το πρώτο μου βράδυ εκεί τριγύριζα στα χαμένα. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, τα μαγαζιά φυσικά ήταν κλειστά και αν είσαι κάποιος που βλέπει για πρώτη φορά αυτό το θέαμα δεν θέλει και πολύ να πιστέψεις ότι αυτή η πόλη είναι ερημωμένη. Το μόνο πράγμα που σε βάζει σε δεύτερες σκέψεις είναι ότι τα πάντα είναι πεντακάθαρα, και τα φώτα παραμένουν λαμπερά. Περπατούσα λοιπόν στους δρόμους ψάχνοντας ένα μέρος για να κοιμηθώ. Όπως σας είπα δεν είχα φράγκο πάνω μου.

Τότε ήταν που είδα μια γυάλινη πόρτα να ανοίγει και να ξεπροβάλλει από αυτή ένας τύπος που ήταν ντυμένος σαν ρεσεψιονίστ μεγάλου ξενοδοχείου. Κοίταξα το κτίριο για να διαπιστώσω αν όντως ήταν μεγάλο ξενοδοχείο. Είχε τρεις ορόφους, ήταν βαμμένο σε έντονο καφέ χρώμα και είχε μια μεγάλη φωτεινή ταμπέλα που έγραφε με κεφαλαία μαύρα γράμματα «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ». Μεγάλο όμως σε καμία περίπτωση, έτσι η ενδυματολογική επιλογή του τύπου που ξεπρόβαλλε, ήταν όχι μόνο υπερβολική αλλά και λίγο γελοία εδώ που τα λέμε.

Ήταν μετρίου αναστήματος, αδύνατος και μέσα από το καπελάκι του μπορούσες να δεις ότι τα μαλλιά του ήταν τραβηγμένα πίσω και κατέληγαν σε μια μικρή μαύρη κοτσίδα. Με κοίταξε χαμογελώντας. Δεν ήταν το χαμόγελο που έχει κάποιος γνωστός σου που χάρηκε που σε είδε. Ήταν ένα επιτηδευμένο χαμόγελο. Από αυτά που έχεις την υποχρέωση να πάρεις γιατί είναι η δουλειά σου. Μπορεί να ήμουν υπερβολικός στην κρίση μου, αλλά τι να κάνω που μ’ αρέσει να βγάζω συμπεράσματα για τους ανθρώπους από την πρώτη ματιά. Κι ας είναι λανθασμένα τις περισσότερες φορές.

«Δεν σας έχω ξαναδεί στην περιοχή μας» μου είπε τελικά.

«Ούτε εγώ έχω ξαναδεί την περιοχή σας» του είπα με έναν τόνο λίγο πιο επιθετικό από όσο θα ήθελα.

«Όποιος θέλει να μας βρει, μας βρίσκει» είπε διατηρώντας αυτό το χαμόγελο που είχε αρχίσει να μου δημιουργεί εκνευρισμό. Αποφάσισα να μην του απαντήσω και ξεκίνησα να περπατάω προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Σταθείτε» είπε «Ψάχνετε κάπου να μείνετε το βράδυ έτσι;».

Έψαχνα που να μην έψαχνα. Και δεν θέλω να σας ταλαιπωρώ με λεπτομέρειες, αλλά όταν γύρισα ξανά προς το μέρος του το επιτηδευμένο χαμόγελο είχε εξαφανιστεί και στη θέση του έβλεπα ένα γνήσιο καλωσόρισμα. Του είπα ότι δεν έχω λεφτά πάνω μου και μου είπε ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Όλα θα τακτοποιηθούν. Κοιτάξτε, εκείνη τη στιγμή δεν ξέρω πως, αλλά σκέφτηκα ότι αυτή ήταν η ιδανική επιλογή. Έπρεπε να ξεκουραστώ. Το πώς θα έβρισκα λεφτά να τον πληρώσω θα το σκεφτόμουν το επόμενο πρωί. Έτσι ανέβηκα στο δωμάτιο του τρίτου ορόφου με το κλειδί που μου έδωσε μπήκα στο δωμάτιο 317 και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Κλείδωσα φυσικά. Τι με περνάτε για κανένα μαλάκα; Φυσικά και κλείδωσα.

Δεν παρατήρησα καν το δωμάτιο, είδα κατευθείαν μπροστά μου το διπλό κρεβάτι που μου φάνηκε σαν όαση. Έπεσα πάνω με τα μούτρα χωρίς καν να βγάλω τα ρούχα μου. Θα τα σκεφτόμουν όλα το πρωί. Και το τι είχε γίνει και το πως έφτασα εδώ και το πώς θα πλήρωνα το δωμάτιο.

Εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Όλα θα ήταν καλύτερα το πρωί. Και κοιμήθηκα. Ήταν ο καλύτερος ύπνος εδώ και χρόνια. Πρέπει να είχα συμπληρώσει πάνω δέκα ώρες ύπνου, όταν άνοιξα τα μάτια μου.

Έξω όμως ήταν ακόμα νύχτα…

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ