Αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί έξω από τον φούρνο του Μανώλη. Δεν έκαναν όμως ουρές για να αγοράσουν ψωμί ή τυρόπιτες. Έκαναν ουρές για να μάθουν τι είχε γίνει με τον Μανώλη.
Γιατί μπορεί αυτή τη στιγμή που μιλάμε να καθόταν μέσα στο φούρνο σε μία καρέκλα, με τα μάτια ορθάνοιχτα, αλλά ήταν τόσο νεκρός όσο νεκρός είναι κάποιος που του έχουν καρφώσει τα πόδια στην καρέκλα με μεγάλες πρόκες, τα μάτια του μένουν ανοιχτά με βελόνες και τα χέρια του είναι δεμένα στα μπράτσα της καρέκλας. Και όλα αυτά ενώ του έχουν στραγγίξει κάθε σταγόνα αίματος που υπήρχε στο κορμί του.
Αρκετά νεκρός δηλαδή. Ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισε αυτό το θέαμα, ήταν ένας υπάλληλος του φούρνου. Σκούντηξε τον Μανώλη για να δει αν κουνιέται. Ο Μανώλης δεν κουνήθηκε.
«Μάλλον είναι νεκρός» σκέφτηκε και κάλεσε την αστυνομία. Ο αστυνομικός που έφθασε πρώτος στο χώρο, προσέγγισε τον Μανώλη διστακτικά. Έκανε δύο φορές τον γύρο της καρέκλας, σταμάτησε και στάθηκε ακριβώς μπροστά. Έβγαλε το γκλομπ και σκούντηξε τον Μανώλη.
Ο Μανώλης φυσικά δεν κουνήθηκε. «Μάλλον είναι νεκρός» σκέφτηκε ο αστυνομικός και είπε ότι θα έπρεπε να περιμένουν τον ιατροδικαστή.
Ο ιατροδικαστής μπήκε στο φούρνο και πήγε κατευθείαν στον Μανώλη. Παρατήρησε ότι του είχαν καρφώσει τα πόδια στην καρέκλα με μεγάλες πρόκες, τα μάτια του έμεναν ανοιχτά με βελόνες και τα χέρια του ήταν δεμένα στα μπράτσα της καρέκλας. Και όλα αυτά ενώ του είχαν στραγγίξει κάθε σταγόνα αίματος που υπήρχε στο κορμί του.
«Μάλλον είναι νεκρός» σκέφτηκε ο ιατροδικαστής.
Είχαν δίκιο όλοι. Ο Μανώλης είναι νεκρός.