Ήταν ένα καυτό μεσημέρι στην πόλη. Ελάχιστος κόσμος περπατούσε στους δρόμους και για να περάσει αυτοκίνητο που θα έκανε λίγο θόρυβο (για να σε κάνει να πιστέψεις ότι υπάρχει ακόμα ζωή) πέρναγαν περίπου πέντε λεπτά. Όση ώρα χρειαζόταν δηλαδή για να το ξεχάσεις και να περιμένεις το επόμενο. Αυτό ήταν σίγουρα το κατάλληλο σκηνικό για τον περίεργο Μπομπ, που είχε βάλει σκοπό να ληστέψει το απέναντι Σούπερ Μάρκετ.
Η θεωρία που είχε φτιάξει στο μυαλό του ήταν απλή. Κανένας δεν θα υποψιαζόταν ότι ήταν αυτός που έκανε τη ληστεία, αφού έμενε ακριβώς απέναντι. Κανένας δεν είναι τόσο ηλίθιος ώστε να ληστέψει κάτι που είναι τόσο κοντά στο σπίτι του. Είχαν μαντέψει λάθος. Δεν ήξεραν πόσο ηλίθιος μπορούσε να γίνει όταν η περίσταση το απαιτούσε.
Δεν διάλεξε καν μια ώρα κοντά στο σούρουπο. Η νύχτα μπορούσε να τον προστατέψει. Διάλεξε να χτυπήσει μέρα-μεσημέρι. Εκεί λίγο πριν τις 2.
Ο περίεργος Μπομπ είχε αποκτήσει αυτό το παρατσούκλι από το σχολείο. Ήταν μια μέρα που είχε εμφανιστεί με μια μπλούζα του Μπομπ Σφουγγαράκη. Το «περίεργος» του το είχαν κολλήσει από πριν, γιατί πάντα εμφανιζόταν σε παρέες παιδιών που συζητούσαν και χωρίς κανείς να τον βάλει στην κουβέντα έκανε μια ερώτηση, συνήθως άσχετη με το θέμα.
Το αποκορύφωμα ήρθε τη μέρα που ενώ τα παιδιά συζητούσαν για το διαγώνισμα της φυσικής που ήταν προγραμματισμένο για την επόμενη ώρα, αυτός ρώτησε: «Μήπως ξέρετε αν η καθηγήτρια της Χημείας πηγαίνει με δεκαπεντάχρονους, και αν ναι πόσα λεφτά θέλει;». Είναι αλήθεια ότι ο περίεργος Μπομπ δεν είχε πολλούς φίλους. Για την ακρίβεια δεν είχε κανέναν, αν και εκείνος θεωρούσε φίλο του, τον υπάλληλο του φούρνου που κάθε μέρα τον χαιρετούσε, του έκλεινε το μάτι, ενώ μια φορά του φάνηκε ότι του είχε στείλει φιλάκια. Φαινόταν πολύ καλό παιδί.
Ο υπάλληλος του φούρνου ήταν περήφανο μέλος της gay κοινότητας της πόλης και περηφανευόταν ότι κατάφερνε να αλλαξοπιστήσει ακόμα και τον πιο πιστό straight.
Ο περίεργος Μπομπ φυσικά δεν το ήξερε αυτό, αφού δεν είχε κανέναν φίλο για να τον προειδοποιήσει, έτσι έστειλε και αυτός φιλάκια, κλείνοντας το μάτι. Με αυτή του την κίνηση βέβαια δεν ήξερε ότι προκαλούσε μια μεγάλη απειλή για το κωλαράκι του. Αλλά αυτός ήταν ένας κίνδυνός που θα αντιμετώπιζε μια άλλη στιγμή.
Τώρα έπρεπε να βγει νικητής από τη μάχη με τον μεσήλικα φύλακα του Σούπερ Μάρκετ και την 40χρονη ταμία που είχε τα κιλάκια της, οπότε θα ήταν δύσκολο να τον κυνηγήσει, αλλά φαινόταν να έχει βαρύ χέρι. Καλύτερα να μην τον χτύπαγε λοιπόν.
Εντόπισε με την άκρη του ματιού του την εξωτερική κάμερα. Δεν ήταν στραμμένη προς το μέρος του και είχε υπολογίσει ότι αν κινηθεί με την πλάτη στον τοίχο, η είσοδος του δεν θα καταγραφόταν. Με το δεξί του χέρι έπιασε το όπλο στην τσέπη του. Δεν ήταν πιστόλι φυσικά αφού δεν είχε διασυνδέσεις που θα μπορούσαν να τον προμηθεύσουν με κάτι τέτοιο. Είχε φέρει μαζί του ένα ψαλίδι. Ένα μεγάλο ψαλίδι. Είχε προβάρει τα λόγια του αρκετές φορές και ήταν σίγουρος πλέον ότι τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά.
Σύρθηκε στον τοίχο, με μια αστραπιαία κίνηση φόρεσε ένα καλτσόν στο κεφάλι και μπήκε τρέχοντας στο Σούπερ Μάρκετ.
«ΝΗΣΤΕΙΑ» φώναξε.
Ο μεσήλικας φύλακας και η 40χρονη ταμίας τον κοίταξαν αδιάφορα. Δεν ήταν σίγουρος. Αλλά μάλλον κάτι είχε πει λάθος.
«Μουστοκούλουρα δεν έχουμε παλικάρι μου. Μόνο το Πάσχα. Αλλά εδώ που τα λέμε γιατί κάνεις νηστεία τέτοια εποχή;» είπε η ταμίας, χωρίς καν να τον κοιτάξει, αφού παράλληλη εξυπηρετούσε μια γιαγιά που είχε αγοράσει ένα σακουλάκι μπρόκολο.
«ΛΗΣΤΕΙΑ εννοώ. ΛΗΣΤΕΙΑ» φώναξε αυτή τη φορά βγάζοντας το μεγάλο ψαλίδι από την τσέπη.
«Μάζεψε το ψαλίδι νεαρέ» είπε ο μεσήλικας φύλακας, χωρίς καν να σηκωθεί από το σκαμπό του. «Εκτός κι αν έχεις σκοπό να μας κουρέψεις. Αν θα μου τα έπαιρνες εδώ λίγο στα πλάγια θα σου ήμουν ευγνώμων, ακόμα και ο μπαρμπέρης ο Δημητράκης ζητάει πλέον 10 ευρώ. Κοντεύω να αφήσω μαλλιά».
Ο περίεργος Μπομπ δίστασε για μερικά δευτερόλεπτα. Εξακολουθούσε να κρατάει ψηλά το ψαλίδι, αλλά δεν του ερχόταν τίποτα έξυπνο να πει. Είχε αρχίσει να ιδρώνει και το καλτσόν στη μούρη είχε γίνει ανυπόφορο. Δεν έβλεπε πλέον καθαρά. Δεν σκεφτόταν καθαρά. Είχε αποτύχει. Έπρεπε όμως να κάνει κάτι εντυπωσιακό.
Με μια αστραπιαία κίνηση άρπαξε δύο μήλα και προσπάθησε να τα χώσει στις τσέπες από το ελαφρύ μπουφανάκι που φορούσε. «Θα πάρω τα μήλα» φώναξε. «Μη με σταματήσει κανείς». Με άλλη μια αστραπιαία κίνηση βγήκε από το μαγαζί σαν σίφουνας.
«Πόσο καιρό πιστεύεις ότι θα συνεχίσει να το κάνει αυτό;» είπε η ταμίας στο μεσήλικα φύλακα την ώρα που τον κοίταγαν από την τζαμαρία να βγάζει το καλτσόν από το κεφάλι, να ξεκλειδώνει την πόρτα της απέναντι πολυκατοικίας και να μπαίνει γρήγορα μέσα.
«Δεν ξέρω, αλλά πρέπει να αλλάξουμε θέση στα μήλα. Να βάλουμε εκεί τα ταμπόν καλύτερα» απάντησε ο φύλακας.
Ο περίεργος Μπομπ είχε μια σπάνια ασθένεια, η οποία τον έκανε να ζει ξανά και ξανά την ίδια εβδομάδα. Κάθε Τρίτη λοιπόν προσπαθούσε να ληστέψει το Σούπερ Μάρκετ, και πάντα έπαιρνε μαζί του δύο μήλα.
Την επόμενη Τρίτη
«ΝΗΣΤΕΙΑ» φώναξε ο περίεργος Μπομπ.
Ο μεσήλικας φύλακας και η 40χρονη ταμίας τον κοίταξαν αδιάφορα. Δεν ήταν σίγουρος. Αλλά μάλλον κάτι είχε πει λάθος.
«Μουστοκούλουρα δεν έχουμε παλικάρι μου. Μόνο το Πάσχα. Αλλά εδώ που τα λέμε γιατί κάνεις νηστεία τέτοια εποχή;» είπε η ταμίας.