Ο δρόμος δεν είναι ιδιαίτερα κεντρικός, αλλά το ψιλικατζίδικο έχει συνεχώς κίνηση. Είναι το μοναδικό που υπάρχει στη γειτονιά και βρίσκεται εκεί τα τελευταία 30 χρόνια. Οι ιδιοκτήτες έχουν αλλάξει, αλλά το εσωτερικό του μαγαζιού παραμένει το ίδιο. Μέχρι και η ταμπέλα είναι αυτή που κρέμασε πριν από 30 χρόνια πάνω από την πόρτα ο κυρ Γιάννης, που πλέον έχει πεθάνει ενώ η γυναίκα του γύρισε στο χωρίο.
Στο εξωτερικό του κατά τη διάρκεια της ημέρας θα δεις κρεμασμένες, σε όλη τη τζαμαρία τις εφημερίδες, ενώ η πόρτα είναι γεμάτη από αυτοκόλλητα προσφορών. Κάποιες από αυτές τις προσφορές έχουν πάψει να ισχύουν εδώ και χρόνια, όπως και πολλά από τα προϊόντα που διαφημίζονται έχουν πάψει να κυκλοφορούν εδώ και χρόνια. Ας πούμε ότι οι νέοι ιδιοκτήτες, που πήραν το μαγαζί το 2011 δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη διακόσμηση και αυτό δεν χρειαζόταν καν να το πούμε. Φαίνεται.
Για να μπεις στο ψιλικατζίδικο πρέπει να κατέβεις τρία σκαλιά και να προσέξεις το κεφάλι σου μπαίνοντας. Αν δεν το προσέξεις, θα χτυπήσεις στην κάσα και μετά θα λες μαλακία μου, έπρεπε να προσέξω. Γι αυτό πρόσεχε.
Αν κοιτάξεις λίγο γρήγορα γύρω σου, θα δεις ένα σταντ με περιοδικά στα αριστερά, δίπλα του ένα σταντ με πατατάκια και αμέσως μετά ξεκινάει ο πάγκος. Ο πάγκος είναι γεμάτος σοκολάτες, που για να τα λέμε όλα, κάποιες πέρασαν ολόκληρο το καλοκαίρι εκεί χωρίς να μπουν σε ψυγείο, οπότε δεν θα σας συνιστούσαμε να δοκιμάσετε, εκτός κι αν αποφασίσατε ότι πλέον θέλετε να αρχίσετε να παίρνετε ρίσκα στη ζωή σας. Δίπλα από τις σοκολάτες είναι ένα σωρό διαφορετικές τσίχλες και μόλις τελειώσουν και οι τσίχλες βλέπουμε την ταμειακή μηχανή. Παράλληλα με την είσοδο στα δεξιά, βρίσκονται πολλά ράφια και εκεί θα βρείτε πράγματα που θα αγοράζατε στο σούπερ μάρκετ πολύ φτηνότερα. Καφέδες, ρύζια, ένα μεγάλο μαχαίρι σαν αυτό που κρατούσε ο Ράμπο, μακαρόνια και άλλα τέτοια.
Επιστρέφουμε στην ταμειακή μηχανή. Ακριβώς από πίσω της στέκεται ο Δημήτρης, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Είναι σαραντάρης με μία μικρή καραφλίτσα να έχει ήδη αρχίσει να σχηματίζεται στο κεφάλι του, δεν τον λες ψηλό, αλλά δεν τον λες και κοντό, δεν τον λες ωραίο σίγουρα όμως και αυτή τη στιγμή που μας καλησπερίζει έχει μεν ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη, αλλά το μάτι του ψιλό-γυαλίζει.
Κάνουν βάρδιες εναλλάξ μαζί με τη γυναίκα του. Αυτός συνήθως είναι εκεί μετά τις τέσσερις το απόγευμα και αυτή ανοίγει το μαγαζί από τις εφτά το πρωί. Θα ρωτήσετε και θα έχετε δίκιο, πως γίνεται να έχουν μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή αυτοί οι δύο όταν δεν βλέπονται σχεδόν καθόλου μέσα στην ημέρα.
Για να μαζέψουν τα λεφτά που χρειάστηκαν για να αγοράσουν το μαγαζί, έκαναν οικονομίες για περίπου πέντε χρόνια. Έτσι τώρα δεν χρειάζεται να πληρώνουν ενοίκιο και όσο άσχημη και να είναι η οικονομία το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς κουτσά στραβά τα φέρνει πέρα.
Σε αντίθεση με τον Δημήτρη που δεν τον λες ωραίο, η γυναίκα του όχι ότι είναι εμφανίσιμη, αλλά τραβάει τα βλέμματα συνεχώς πάνω της. Σε αυτό μάλλον παίζουν ρόλο τα κολαν που φοράει και τα μεγάλα ντεκολτέ. Είναι πέντε χρόνια μικρότερη και είναι από αυτές τις γυναίκες που μικρές ήταν σίγουρα καριόλες. Τώρα το πώς παντρεύτηκε τον Δημήτρη είναι μια άλλη ιστορία, αλλά ας πούμε ότι το ψιλο-μετάνιωσε στην πορεία, αλλά δεν είχε που να στραφεί. Αυτός την συντηρούσε όλα αυτά τα χρόνια και έμαθε να εξαρτάται από αυτόν.
Πως γίνεται να έχουν μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή αυτοί οι δύο όταν δεν βλέπονται σχεδόν καθόλου μέσα στην ημέρα ρωτήσατε ε;
Δεν έχουν μία ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή είναι η απάντηση. Έχουν μια ρουτίνα που τους έχει καταρρακώσει και ειδικά τον Δημήτρη που ενώ το απόγευμα κάνει τη βάρδια στο ψιλικαντζιδικο, το πρωί δουλεύει και σαν κούριερ για να έχουν ένα έξτρα εισόδημα σε περίπτωση ανάγκης.
Τους τελευταίους μήνες όμως η γυναίκα του η Ευα, μοιάζει πολύ πιο ανανεωμένη και είναι συνεχώς ευδιάθετη. Για τον πολύ απλό λόγο ότι ξενοπηδιέται. Στην αρχή με τον Γιώργο που ήταν πελάτης στο ψιλικατζίδικο, τη φλέρταρε συνεχώς και κατέληξαν στο κρεβάτι όχι μία αλλά πολλές φορές, στη συνέχεια με τον Παντελή που ήταν πελάτης στο ψιλικατζίδικο, τη φλέρταρε συνεχώς και κατέληξαν στο κρεβάτι όχι μία αλλά πολλές φορές και στο τέλος και με τους δύο ταυτόχρονα αφού όπως αποδείχθηκε ήταν φίλοι που είχαν βάλει στοίχημα ότι μπορούν να την πηδήξουν και οι δύο.
Το ταυτόχρονα είναι η αλήθεια δεν τον είχαν σκεφτεί αλλά ήρθε σαν ωραίο μπόνους.
Σας το είπαμε ότι η τύπισσα πρέπει να ήταν καριόλα όταν ήταν μικρή και τελικά κατέληξε ακόμα μεγαλύτερη καριόλα.
Αυτή η κατάσταση ξεκίνησε τον Ιανουάριο και συνεχίστηκε για πολλούς μήνες. Ο Δημήτρης μέσα στο τρέξιμο της ημέρας δεν είχε καταλάβει τίποτα. Άλλος μαλάκας και αυτός.
Τώρα που μιλάμε όμως ας επιστρέψουμε μέσα στο μαγαζί. Πίσω από την ταμειακή μηχανή στέκεται ο Δημήτρης που μας καλησπερίζει με ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη, αλλά το μάτι του ψιλό-γυαλίζει.
Κοιτάμε τις σοκολάτες αλλά ευτυχώς δεν παίρνουμε. «Καπνό και χαρτάκια» του ζητάμε. Κάτι πρέπει να ξεχάσαμε αλλά δεν πειράζει.
Τα φέρνει όλα πολύ γρήγορα μπροστά μας, του δίνουμε εικοσάρικο μας δίνει τα ρέστα, τον χαιρετάμε, μας ανταποδίδει τον χαιρετισμό αλλά το μάτι του παραμένει ψιλο-γυαλισμένο. Έτσι όπως στρίβουμε για να φύγουμε και πριν προσέξουμε στην έξοδο για να μη χτυπήσουμε το κεφάλι μας, το μάτι μας πέφτει σε μια μικρή τρύπα πίσω από τα ράφια με τους καφέδες κα τα ρύζια. Μοιάζει σαν να υπάρχει άλλο ένα δωμάτιο από κει πίσω.
Δε γαμιέται λέμε και φεύγουμε.
Η τρύπα όμως υπάρχει. Και αν τραβήξεις τα ράφια με προσοχή θα δεις ότι υπάρχει ένα σημείο του τοίχου καλυμμένο με κόντρα πλακέ. Αν το τραβήξεις στην άκρη αποκαλύπτεται ένα πέρασμα, ικανό για να χωρέσει άνθρωπος. Υπάρχουν δύο σκαλάκια. Τα κατεβαίνεις και προχώρας σε ένα μικρό διάδρομο που σε οδηγεί σε ένα δωμάτιο περίπου δέκα τετραγωνικών . Δεν έχει σχεδόν τίποτα μέσα το δωμάτιο, παρά μόνο τρεις καρέκλες. Πάνω στις τρεις καρέκλες κάθονται τρεις άνθρωποι. Δεν κάθονται γιατί κουράστηκαν να είναι όρθιοι, αλλά επειδή είναι δεμένοι χειροπόδαρα. Βλέπουμε στη μέση μία γυναίκα και δίπλα της δύο άντρες. Είναι η Εύα, αριστερά της ο Γιώργος και δεξιά της ο Παντελής. Η Εύα μυξοκλαίει και οι άλλοι οι δύο είναι τρομοκρατημένοι. Το βλέπεις στα πρόσωπα τους.
Ο Δημήτρης κλείνει τα φώτα στο μαγαζί, γυρνάει την ταμπέλα από ανοιχτό σε κλειστό, παίρνει το μαχαίρι που μοιάζει με αυτό που κρατούσε ο Ράμπο στο χέρι του, τραβάει τα ράφια, σπρώχνει το κόντρα πλακέ και πηγαίνει προς το μυστικό δωμάτιο. Το μάτι του πλέον γυαλίζει ξεκάθαρα.
Φτου! Ξεχάσαμε να πάρουμε φιλτράκια.