Ο Ζαχαρίας Πετρόπουλος κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τα μαύρα σύννεφα συνέχιζαν να γεμίζουν τον ουρανό. Η βροχή ήταν κοντά, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο πρόβλημα του Ζαχαρία Πετρόπουλου. Έριξε μια ματιά στο δρόμο που αν και συνήθως ήταν πολυσύχναστος, εκείνη την ώρα ήταν περίεργα ήρεμος.
«Έρχεται καταιγίδα» σκέφτηκε χωρίς να διεκδικεί τον τίτλο του μάντη, αφού όντως ερχόταν καταιγίδα και αυτό θα το καταλάβαινε ακόμα και ο οδηγός του μετρό που είχε να βγει στην επιφάνεια της γης πάνω από 8 ώρες.
Ο Ζαχαρίας Πετρόπουλος στάθηκε στο κέντρο του δωματίου και πήρε ένα βελάκι στα χέρια του. Το πέταξε με δύναμη στον στόχο που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο. Το βελάκι δεν πέτυχε τον στόχο αλλά τον τοίχο κάνοντας του άλλη μία μικρή τρύπα. Ο Ζαχαρίας είχε άθλιο σημάδι, αλλά η αίσθηση του πετάγματος του βελακίου τον ηρεμούσε.
Απ’ έξω ακούστηκαν οι πρώτες βροντές. «Θα βρέξει» σκέφτηκε ξανά. Οι πρώτες σταγόνες βροχής έπεσαν στο παράθυρο. Ο Ζαχαρίας Πετρόπουλος γύρισε στο κρεβάτι και μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα. «Σήμερα δεν κουνιέμαι από το κρεβάτι, ακόμα κι αν χτυπήσει η πόρτα και απέξω είναι ληστές που θέλουν να με πηδήξουν».
Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε διακριτικό στην αρχή και μετά έντονο.
«Ποιος είναι;» φώναξε διστακτικά ο Ζαχαρίας.
«Ληστεία» ακούστηκε να λέει η φωνή από την πίσω μεριά της πόρτας. «Και μετά θα σε πηδήξουμε».
Ο Ζαχαρίας Πετρόπουλος αγχώθηκε.