Το κόκκινο του αίματος
Η Μόλι Χάτσετ κοίταξε το ρόλοι της για δεύτερη φορά μέσα σε ένα λεπτό. Διαπίστωσε ότι δεν είχε περάσει αρκετός χρόνος. Μόνο ένα λεπτό. Αν το προσέθετες όμως στη μία ώρα που περίμενε ήδη, το συνολικό διάστημα αναμονής την είχε εξοργίσει. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα εκνευριζόταν και δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που καθυστερούσε σε κομμωτήριο. Ούτε καν η μεγαλύτερη σε διάρκεια. Εκείνη την ημέρα όμως τα πάντα ήταν διαφορετικά.
Ένιωθε έτοιμη να χτυπήσει κάποιον, αν και δεν το ήθελε. Ένιωθε έτοιμη να κάνει κακό σε κάποιον, αν και δεν το ήθελε. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Η μηνιαία επίσκεψη της στο κομμωτήριο ήταν πάντα μια ευχάριστη διαδικασία. Πάντα έπιανε την κουβέντα με τη Λέλα την κομμώτρια, που ήταν φίλη της Δήμητρας, της αδερφής του άντρα της του Γιώργου. Θα κουτσομπόλευαν όπως έκαναν συνήθως, θα έφτιαχνε τα μαλλιά της και θα πήγαινε μετά για ψώνια.
Έτσι τουλάχιστον έκανε ένα Σάββατο το μήνα. Σήμερα όμως ήταν μέσα στα νεύρα. Νεύρα που είχαν διαφορετικό χρώμα από αυτά που είχε συνήθως. Το χρώμα που έβλεπε μπροστά της ήταν το κόκκινο.
Το κόκκινο του αίματος.
«Θα περάσετε για λούσιμο;» της είπε η μικρή βοηθός που έμοιαζε υπερβολικά χαρούμενη, για 20χρονο κορίτσι που δούλευε σε κομμωτήριο. Όχι χαζοχαρούμενη. Χαρούμενη. Και αν χαιρόταν με τέτοια πράγματα μάλλον οι στόχοι που είχε βάλει για τη ζωή της δεν ήταν μεγαλύτεροι. Πήρε τη θέση της για λούσιμο και περίμενε. Περίπου πέντε λεπτά πέρασαν μέχρι να εμφανιστεί τελικά η Λέλα.
Με το που την είδε ο θυμός της έγινε ακόμα μεγαλύτερος, προσπάθησε να συγκρατήσει τα νεύρα της και οριακά το κατάφερε. Τα μαλλιά της ήταν τυλιγμένα με μία καφέ πετσέτα και στον πάγκο που βρισκόταν μπροστά της είχε αφήσει την τσάντα της. Είδε στο πρώτο ανοιχτό συρτάρι τα ψαλίδια και ένα ξυράφι. Κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέφτη και είδε έναν άνθρωπο διαφορετικό. Είδε έναν άνθρωπο έτοιμο για όλα.
Η Λέλα τη χαιρέτησε εγκάρδια, όπως έκανε συνήθως, η Μόλι της απάντησε με ένα νεύμα και ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε τον εαυτό της να της χαμογελάει με ένα τρελό βλέμμα. Ο εαυτό της όμως δεν είχε πετσέτα στο βρεγμένο της κεφάλι και δεν φόραγε τα ίδια ρούχα, αλλά ένα κατακόκκινο σακάκι. Ένα κόκκινο ίδιο με αυτό του αίματος. Ο εαυτός της στο καθρέφτη της έκανε ένα νεύμα. Ήταν το νεύμα ότι μπορούσε να ξεκινήσει.
Και όταν η Λέλα την ακούμπησε στον ώμο ξεκίνησε…
Η Μόλι Χάτσετ πετάχτηκε από τη θέση της, χτυπώντας με το κεφάλι της τη Λέλα στο σαγόνι, στη συνέχεια τράβηξε την πετσέτα από τα μαλλιά της και την πέταξε στη άλλη κομμώτρια που παρακολουθούσε με έκπληξη τα όσα είχαν μόλις ξεκινήσει να διαδραματίζονται, η Λέλα είχε πέσει στο πάτωμα μυξοκλαίγοντας, ενώ παράλληλα κρατούσε το στόμα της που είχε ματώσει από το χτύπημα, την ίδια ώρα η 20χρονη βοηθός δεν χαμογελούσε πλέον αλλά στεκόταν στη γωνία πίσω από τις θέσεις που είχε το μαγαζί για λούσιμο, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο Τάκης που αυτό το διάστημα βρισκόταν στο υπόγειο και έτρωγε το μεσημεριανό του ακούγοντας τους θορύβους, έτρεξε γρήγορα πάνω για να συναντήσει τη Μόλι που κράταγε πλέον στα χέρια της τα ψαλίδια που είχε εντοπίσει νωρίτερα και προσπάθησε να της πει να ηρεμήσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να δεχτεί ένα θανατηφόρο χτύπημα από το ψαλίδι, ακριβώς στην καρδιά ενώ η Μόλι τώρα γελούσε αλλά ταυτόχρονα τράβαγε το ματωμένο ψαλίδι από την καρδιά του Τάκη και πήγε πάνω από τη Λέλα βλέποντας ότι προσπαθούσε να σηκωθεί και την κλότσησε με όλη της τη δύναμη στο πηγούνι, με αποτέλεσμα να σωριαστεί ξανά στο πάτωμα δίνοντας την ευκαιρία στη Μόλι να συνεχίσει απερίσπαστη τη δουλειά που μόλις είχε ξεκινήσει και είχε ως επόμενο στόχο την δεύτερη κομμώτρια που αν δεν σας το είπα σας το λέω τώρα, τη λέγανε Γιωργία και ήταν πολύ καλή φίλη της Λέλας και γι αυτό είχε προληφθεί κιόλας στο κομμωτήριο πριν από δύο χρόνια και γι αυτό έγινε ο επόμενος στόχος της Μόλι, που της επιτέθηκε και με τα δύο ψαλίδια, με αυτό που κρατούσε στο αριστερό της χέρι να προσγειώνεται στο δεξί μπράτσο της Γιωργίας και αυτό που κρατούσε στο δεξί, να βρίσκει τη θέση του στο λαιμό της από τον οποίο άρχισε να αναβλύζει ζεστό αίμα που εκτοξεύτηκε στο πρόσωπο της Μόλι που σε όλη τη διάρκεια της επίθεσης παρέμενε απόλυτα σιωπηλή, χωρίς ούτε μία λέξη ή έστω ένα μουγκρητό που εδώ που τα λέμε δεν χρειαζόταν κιόλας, αφού οι πράξεις της μιλούσαν από μόνες τους και ήταν η τελευταία της πράξη αυτή για την οποία είχε ξεκινήσει όλη αυτή την αναστάτωση, να πάρει δηλαδή ένα μεγάλο ξυράφι, που η χρησιμότητα του στο συγκεκριμένο κομμωτήριο ήταν για τις κοπελίτσες που ήθελαν μοντέρνο κούρεμα με ξύρισμα από τη μία μεριά του κεφαλιού, να πιάσει τη Λέλα από τα μαλλιά να φέρει το κεφάλι της πίσω να την ακούσει να κλαψουρίζει και να ζητάει από τη Μόλι να τη λυπηθεί και να σκεφτεί τους γονείς της που θα έμενα μόνοι και αβοήθητοι σε αυτό τον κόσμο, αλλά η Μόλι δεν νοιαζόταν πλέον για όλα αυτά και με το ξυράφι της άνοιξε το λαιμό στα δύο και είδε κι άλλο αίμα να εκτοξεύεται στο πρόσωπο της, έτσι πλέον είχε πάνω της το αίμα τριών διαφορετικών ανθρώπων.
Συμβαίνουν αυτά.
Η Μόλι Χάτσετ πέταξε κάτω το ξυράφι, σηκώθηκε αργά-αργά, ίσιωσε τη φούστα της και κατευθύνθηκε προς τη 20χρονη βοηθό που στεκόταν ακόμα ακίνητη πίσω από τις θέσεις για λούσιμο, ενώ μπορούσες να δεις στο πρόσωπο της που ήταν άσπρο σαν πανί, το σοκ από τα είχε αντικρίσει το προηγούμενο πεντάλεπτο.
«Νομίζω ότι πλέον πρέπει να πάρεις την απόφαση ότι δεν θα ξαναδουλέψεις σε κομμωτήριο» είπε στην 20χρονη η Μόλι Χάτσετ και πήγε προς την πόρτα.
«Περίμενε…» είπε η 20χρονη βοηθός. «Γιατί με αφήνεις να ζήσω».
Η Μόλι κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Πλέον δεν έβλεπε κάτι διαφορετικό, αλλά την δικιά της ματωμένη φιγούρα.
«Γιατί δεν ήξερες ότι η Λέλα πηδιόταν με τον άντρα μου τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι υπόλοιποι το ήξεραν. Μη φανταστείς και εγώ χθες το βράδυ το έμαθα»…