Η διπλή δολοφονία της οδού Πάλμερ
Project 33

Η διπλή δολοφονία της οδού Πάλμερ

O επιθεωρητής Γιόχαν έσβησε το τσιγάρο του πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Θα μπορούσε να το σβήσει στο τασάκι που βρισκόταν ένα μέτρο μακριά, αλλά δεν το έκανε.

«Γιατί δεν σβήσατε το τσιγάρο σας στο τασάκι;» του είπε ο νεαρός βοηθός του. Είχε αρχίζει να τον εκνευρίζει το θέμα με τον βοηθό, αλλά ο αρχηγός της αστυνομίας ήταν κάθετος σε αυτό το θέμα. Θα δεχόταν να έχει βοηθό ή θα υπέβαλλε την παραίτηση του. Δεν υπήρχε μέση λύση. Και αν και πολύ θα το χαιρόταν να τρίψει την παραίτηση στη μούρη τους και πάει να ζήσει σε μία καλύβα στην εξοχή, δεν του άρεσε καθόλου να μένει σε καλύβες στην εξοχή.

Ήταν άνθρωπος της πόλης. Ήταν άνθρωπος της νυχτερινής πόλης. Με όλες τις αμαρτίες που τη συνοδεύουν. Τα μπαράκια, τις γυναίκες, τα ποτά, τα σκοτεινά σοκάκια όπου γίνονται εγκλήματα και μετά αυτός έπρεπε να βρει τους ενόχους. Και για να ζει στην πόλη, έπρεπε να έχει δουλειά. Και για να χαλάει τα λεφτά του σε αλκοόλ και γυναίκες έπρεπε να έχει δουλειά που θα του δίνει καλά λεφτά. Και αυτή η δουλειά του έδινε καλά λεφτά.

«Πιστεύεις ότι θα ενοχληθούν οι ιδιοκτήτες;» είπε στο νεαρό βοηθό για το θέμα με το τσιγάρο και έκανε ένα νεύμα προς το κέντρο του σαλονιού.

Εκεί βρίσκονταν οι ιδιοκτήτες. Δολοφονημένοι και οι δύο και μέσα σε δύο λίμνες αίματος που είχαν ενωθεί και έκαναν μία μεγαλύτερη λίμνη αίματος. Είχε πολύ αίμα το πάτωμα δηλαδή. Ένας από τους αστυνομικούς που βρισκόταν στο χώρο έμενε στο ακριβώς απέναντι σπίτι και είπε ότι ήξερε το ζευγάρι. Ο Γιόχαν βυθίστηκε στις σκέψεις του.

Τον είχαν πάρει τηλέφωνο λίγο μετά τις εννιά το βράδυ. Την ώρα που ετοιμαζόταν να βγει έξω και να κάνεις τις βόλτες του. Είχε κάνει το μπανάκι του, είχε βάλει τις κολόνιες του, είχε καταφέρει να στρώσει τα μαλλιά του που πέρναγαν μία ατίθαση περίοδο τον τελευταίο μήνα και ήταν έτοιμος να ρίξει γκομενάκια.

«Είμαι έτοιμος να ρίξω γκομενάκια» είπε στον εαυτό του στον καθρέφτη. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Το καταραμένο τηλέφωνο, με τον καταραμένο ήχο που είχε βάλει να χτυπάει, μόνο όταν τον παίρνουν για δουλειά. Ήταν ο ήχος ενός ασθενοφόρου. Ενοχλητικός, όπως ενοχλητικό θα ήταν σίγουρα και το τηλεφώνημα.

Δεν υπήρχε περίπτωση να το σήκωνε και να του έλεγαν: «Έλα από το γραφείο, κάνουμε παρτάκι και το αλκοόλ είναι τζάμπα. Το κατασχέσαμε από μία κάβα». Θα τον ήθελαν για να εξιχνιάσει κάποια δολοφονία. Θα ήθελαν να μάθουν το γιατί, το πώς, το πότε. Όλα αυτός έπρεπε να τους τα πει πια. Μη βρουν και τίποτα μόνοι τους.

«Διπλή δολοφονία, οδός Πάλμερ 26. Έλα γρήγορα» είπε η φωνή στο τηλέφωνο. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και αναλογίστηκε τη χαμένη του βραδιά. Γιατί χαμένη θα πήγαινε.

Έβγαλε το δερμάτινο σακάκι και φόρεσε την καμπαρντίνα της δουλειάς. Έφτασε στην οδό Πάλμερ μετά από περίπου μισή ώρα.

Κατέβηκε από το ταξί και κοίταξε το σπίτι. Ήταν μια απλή μονοκατοικία, με έναν μικρό καφέ φράχτη. Ο κήπος δεν ήταν ιδιαίτερα περιποιημένος αλλά το δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι ήταν πεντακάθαρο. Έκανε μια στροφή και εξέτασε με το βλέμμα του τη γειτονιά. Εστίασε στο απέναντι σπίτι. Είχε και αυτό ένα δρομάκι που οδηγούσε στην πόρτα, αλλά όχι το ίδιο καθαρό.

Ο Γιόχαν σήκωσε την κίτρινη κορδέλα που υποδήλωνε ότι στο χώρο έχει γίνει έγκλημα, άναψε ένα τσιγάρο και μπήκε μέσα. Είδε κόσμο να πηγαινοέρχεται, εξέτασε γρήγορα το εσωτερικό και το βλέμμα του έπεσε στο ζευγάρι των δολοφονημένων. Ήταν ο 35χρονος Γιάννης και η 32χρονη Άννα. Ήταν παντρεμένοι δέκα χρόνια. Ζούσαν στο σπίτι της οδού Πάλμερ την τελευταία διετία και δεν είχαν παιδιά.

«Τι νομίζετε ότι έγινε εδώ επιθεωρητά;» είπε ο νεαρός βοηθός, λίγο πριν ο Γιόχαν σβήσει το τσιγάρο πάνω στον πάγκο της κουζίνας.

«Ελάτε λίγο όλοι εδώ» φώναξε ο Γιόχαν και τα περισσότερα άτομα που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο σπίτι μαζεύτηκαν γύρω του.

Ο Γιόχαν άρχισε να μιλάει και να εξηγεί ότι το ζευγάρι δολοφονήθηκε ακριβώς στο σημείο που βρήκαν τα δύο πτώματα. Κανένας δεν εντυπωσιάστηκε από αυτή τη διαπίστωση. Στη συνέχεια ανέλυσε το πώς οι φόνοι δεν έγιναν από το ίδιο όπλο, αλλά χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικά μαχαίρια. Τα θανάσιμα κοψίματα στους λαιμούς τους, είχαν διαφορετική διάμετρο, αλλά αυτό για να το παρατηρήσεις θα έπρεπε το μάτι σου να κόβει.

«Μήπως βρήκε κανείς πατημασιές με αίμα μέσα στο σπίτι;»

«Όχι επιθεωρητά» φώναξε ο νεαρός βοηθός. «Ακριβώς» είπε ο Γιόχαν. «Τα πατώματα γύρω από το σημείο δολοφονίας σφουγγαρίστηκαν. Το ίδιο και το δρομάκι που σε οδηγεί στο σπίτι».

«Θα σας πω ποιος το έκανε αλλά δεν θα σας αρέσει». Μουρμούρες ακούστηκαν από τους αστυνομικούς. Γιατί να μην τους άρεσε δηλαδή;

«Το έχει κάνει ένας από εμάς» είπε ο Γιόχαν. Οι μουρμούρες από τους αστυνομικούς έγιναν φωνές. Θεώρησαν απαράδεκτη την κατηγορία του και έμοιαζαν έτοιμοι να τον λιντσάρουν. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά.

Ο Γιόχαν έβγαλε το όπλο του γύρισε απότομα προς την πόρτα και πυροβόλησε στο πόδι τον αστυνομικό που έμενε απέναντι. Δεν είχε πάει κοντά του, όταν τους φώναξε όλους και την ώρα που δέχτηκε τη σφαίρα του Γιόχαν, ετοιμαζόταν να βγει από το σπίτι. Έπεσε στο έδαφος και οι μισοί αστυνομικοί έτρεξαν προς το μέρος του. Οι άλλοι μισοί ακινητοποίησαν τον Γιόχαν.

Ο νεαρός βοηθός έκατσε μπροστά στον αιμόφυρτο συνάδελφο του και εξέτασε προσεκτικά το λαιμό του. Είχε σημάδια από αίμα. Πολύ μικρά και μόνο αν κοιτούσες πολύ καλά τα έβλεπες.

«Μπορείτε να πάτε στο σπίτι του απέναντι. Θα δείτε πιτσιλιές από αίμα στο δρομάκι πριν την πόρτα. Τις είδα πριν μπω σε αυτό το σπίτι. Αναλύστε το και θα δείτε ότι ανήκει σε κάποιον από το ζευγάρι. Απορώ ορισμένες φορές με όλους σας».

«Θα το πληρώσεις αυτό Γιόχαν» είπε ο αστυνομικός που είχε σκοτώσει το ζευγάρι και πλέον είχε μία σφαίρα στο πόδι και ένα ζευγάρι χειροπέδες φορεμένες στα χέρια του.

«Θα σε βάλω στη λίστα με αυτούς που μου ζητάνε να πληρώσω. Θα είσαι στη δεύτερη σελίδα ακριβώς κάτω από τον χασάπη» είπε ο Γιόχαν και βγήκε από το σπίτι. Κοίταξε το ρολόι του.

Η ώρα είχε πάει 12. Δεν προλάβαινε να πάει για ποτάκια εκείνη την ημέρα. Και αύριο μέρα ήταν.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ