Ο Αόρατος Δολοφόνος: Η φωνή που λέει πάντα το σωστό
News

Ο Αόρατος Δολοφόνος: Η φωνή που λέει πάντα το σωστό

Ο Αόρατος Δολοφόνος είναι μια αστυνομική σειρά μυστήριου με την υπογραφή του ROXX. Αν δεν έχετε διαβάσει το πρώτο επεισόδιο μπορείτε να κάνετε κλικ εδώ.

Αυτό που ακολουθεί είναι το δεύτερο επεισόδιο. 

Μία εβδομάδα είχε περάσει από τη μέρα της πρώτης δολοφονίας. Με τους πρόχειρους υπολογισμούς που έκανε στο μυαλό του ο Γιόχαν αυτό σήμαινε ότι απομένουν περίπου τρεις εβδομάδες και κάτι μέχρι να χτυπήσει ξανά ο αόρατος δολοφόνος. Ήταν η πρώτη φορά από εκείνο το βράδυ που πήρε το φάκελο στα χέρια του που το μυαλό του γύρισε και πάλι στην υπόθεση.

Φυσικά και δεν πήγε ποτέ στη σύσκεψη της επόμενης ημέρας και φυσικά δεν απάντησε ποτέ στα τηλέφωνα που τον έπαιρναν συνεχώς. Πέρασε αυτή την εβδομάδα βυθισμένος στο αλκοόλ και τα τσιγάρα. Το μυαλό του έτρεχε όλο αυτό το διάστημα στους φόνους της προηγούμενης πενταετίας και το πώς δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν έστω κοντά στη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Αν κάποιος μιλούσε για την καριέρα του και προσπαθούσε να βγάλει συμπέρασμα για τις ικανότητες του μόνο από αυτή την υπόθεση, τότε θα κατέληγε πολύ εύκολα στη σκέψη ότι ο Γιόχαν ήταν ένας αποτυχημένος με περικεφαλαία. Και μπορεί να ήταν κιόλας. Αυτό ήταν που τον προβλημάτιζε όλες αυτές τις μέρες. Μήπως τελικά δεν ήταν τόσο καλός όσο πίστευαν οι υπόλοιποι; Γιατί ναι, ήταν το κορυφαίο μυαλό της υπηρεσίας και είχε το μεγαλύτερο ποσοστό επίλυσης υποθέσεων με τεράστια διαφορά από τον δεύτερο, αλλά κάποιοι λένε ότι η μεγαλύτερη αποτυχία σου θα επισκιάζει πάντα την μεγαλύτερη επιτυχία σου. Και αυτό συνέβαινε τώρα. Δεν ήξερε αν είχε πλέον το κουράγιο και τις αντοχές για να βάλει το μυαλό του να δουλέψει στο 100%.

Βγήκε στη βεράντα και κοίταξε το φεγγάρι που άπλωνε το λευκό του φως στον σκοτεινό ουρανό. Ήταν το πιο γεμάτο φεγγάρι που είχε δει ο Γιόχαν στη ζωή του. Για τους περισσότερους αυτό θα ήταν ένα όμορφο θέαμα. Όχι όμως για τον Γιόχαν. Για τον Γιόχαν ήταν ένας αντιπερισπασμός στους ανείπωτους τρόμους που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στους δρόμους.  Και όταν το θύμα σαγηνεμένο από το φως του φεγγαριού έριχνε τις άμυνες του, τότε ο τρόμος χτυπούσε.

Όπως χτύπησε και το τηλέφωνο του διακόπτοντας τις όχι και τόσο ευχάριστες σκέψεις του. Ήταν για μία ακόμα φορά η Δέσποινα Σωτηρίου. Αυτή τη φορά όμως ο Γιόχαν σήκωσε το τηλέφωνο. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Απλά το σήκωσε.

«Ωραία, τουλάχιστον ξέρουμε ότι ζεις» την άκουσε να του λέει από την άλλη άκρη της γραμμής. Φυσικά και ζούσε. Αφού ανέπνεε, σαν οργανισμός ήταν ζωντανός. Ήταν όμως κανονική αυτή η ζωή; Μήπως στην πραγματικότητα αντί να ζει απλά περίμενε καρτερικά τον θάνατο;

«Να υποθέσω ότι είσαι λίγο σαλεμένος πάλι ε;» του είπε η Δέσποινα Σωτηρίου. Την τελευταία φορά που ήταν σε αυτή την κατάσταση έκανε έξι μήνες να συνέλθει. Μόνο που τώρα δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Τουλάχιστον δεν την είχε αν ήθελε να πιάσει τον αόρατο δολοφόνο. Αν ήθελε να γλυτώσει άλλους 11 ανθρώπους από τα χέρια του.

Ενώ κρατούσε το τηλέφωνο και απαντούσε μονολεκτικά στα όσα του έλεγε η Δέσποινα, άκουσε την πόρτα του να χτυπάει επίμονα.

Με ένα βλέμμα σάρωσε ολόκληρο το χώρο του σαλονιού. Αυτό ήταν λίγο άσκοπο βέβαια αφού το χτύπημα ερχόταν ξεκάθαρα έξω από την πόρτα. Το να βρισκόταν κάποιος ήδη μέσα στο σπίτι του και να χτυπούσε την πόρτα ήταν αστείο σαν σκηνικό και λίγο τρομακτικό παράλληλα ανάλογα με το ποια μουσική επένδυση βάζεις για να το ντύσεις, αλλά δεν συνέβαινε εκείνη τη στιγμή.

Πλησίασε προς την πόρτα κρατώντας το τηλέφωνο στο δεξί αυτί του.

«Περίμενε λίγο» είπε στη Δέσποινα.

Έβγαλε την αλυσιδίτσα της πόρτας και ξεκλείδωσε. Όταν άνοιξε απότομα, είδε τη Δέσποινα μπροστά του.

«Έχω μεγάλη υπομονή ξέρεις» την είδε να λέει και παράλληλα την άκουγε από το ακουστικό του. Ας περάσουμε λίγο έξω τώρα γιατί η συνέχεια θα μπορούσε πολύ εύκολα να περιγραφεί σε κάποιο από αυτά τα γυναικεία μυθιστορήματα που πουλάνε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, αλλά αυτό που διαβάζετε δεν είναι γυναικείο μυθιστόρημα που θα πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα.

Αυτό που ακολούθησε ήταν φλογερή και γεμάτη ένταση σωματική επαφή ανάμεσα στους δύο. Και όταν λέμε σωματική επαφή δεν εννοούμε ότι απλά έτριβαν τα κορμιά τους. Αλλά υπήρξε και σεξ. Όχι πολύ μη φανταστείτε, άλλα ένα μισάωρο τουλάχιστον.

Μέχρι να ξεμπερδέψει η κατάσταση και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την ιστορία μας μπορώ να σας πω ότι η σκέψη ότι κάτι υπάρχει στη ντουλάπα μου δεν έχει φύγει ποτέ από το μυαλό μου. Και όταν λέω «κάτι» δεν εννοώ ένα μπουφάν, ή ένα κασκόλ ή ένα σκουφί, αλλά κάτι ζωντανό. Που δεν το έχω βάλει εγώ στη ντουλάπα μου.

Υπάρχουν φορές που το ακούω τα βράδια να ξύνει από μέσα την πόρτα περιμένοντας να ανοίξω. Και όταν τελικά ανοίξω θα με κατασπαράξει. Βέβαια αυτό το ξύσιμο δεν αποκλείεται να είναι ο ήχος του air condition που έχει να συντηρηθεί τουλάχιστον μία πενταετία και κάνει κάτι περίεργους θορύβους, αλλά εγώ την ντουλάπα δεν την ανοίγω.

Ας ξαναμπούμε μέσα στο διαμέρισμα όπου ο Γιόχαν κάθεται μαζί με τη Δέσποινα αγκαλιά στο κρεβάτι. Και οι δύο έχουν ανάψει τσιγάρο. Αν σας φαίνεται κλισέ αυτή η σκηνή τότε δεν ήσασταν ποτέ στη ζωή σας καπνιστές.

«Νομίζω ότι τώρα μπορεί να ξεκολλήσει το μυαλό σου» είπε η Δέσποινα με ένα ελαφρύ χαμόγελο. «Και εγώ έτσι νομίζω» της απάντησε ο Γιόχαν χωρίς ελαφρύ χαμόγελο αλλά με το ύφος του ανθρώπου που μόλις ξαναβρήκε το δρόμο που νόμιζε ότι είχε χάσει. Ένιωθε την τελευταία εβδομάδα να περιπλανιέται σε ατελείωτα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο το ένα στο άλλο και δημιουργούν ατελείωτους κύκλους που καταλήγουν και πάλι στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε.

Τώρα όμως ένιωθε έτοιμος να βγει από αυτό τον  κύκλο. Και σε αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο η Δέσποινα. Προσέξτε. Όχι το σεξ με τη Δέσποινα, αλλά η Δέσποινα. Του έκανε σαν άνθρωπος, ένιωθε άνετα κοντά της και μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Δεν το είχε βρει πολλές φορές αυτό στη ζωή του. Ίσως να ήταν η ώρα να το αποδεχθεί και να ξεκινήσει κάτι μαζί της. Αυτή τον ήθελε, αυτός την ήθελε και κάποιες φορές τα πράγματα στη ζωή είναι περισσότερο απλά από όσο δείχνουν.

Και εκτός από αυτά έπαιζε ρόλο και ο καταπληκτικός κώλος για να μην ξεχνιόμαστε. Ακόμα και τώρα που την είχε δίπλα του γυμνή στο κρεβάτι, αυτό σκέφτηκε. Καταπληκτικός κώλος.

Την ίδια ώρα…

Από την γωνία που στεκόταν είδε τα παντζούρια να κλείνουν. Κάθε μέρα περίπου την ίδια ώρα αυτό γινόταν. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου. Στο διαμέρισμα που είχε ένα τραπεζάκι στο μπαλκόνι και όχι σε αυτό που ήταν άδειο και από τα κάγκελα κρέμονταν cd που προφανώς ήταν τοποθετημένα εκεί για να διώχνουν τα περιστέρια. Είχε δει και σήμερα αυτό που ήθελε και είχε επιβεβαιώσει την ρουτίνα της καθημερινότητας του ενοίκου του διαμερίσματος.

Δεν είχε άλλη δουλειά εκεί, τουλάχιστον για σήμερα. Θα επέστρεφε το επόμενο βράδυ και το μεθεπόμενο και το βράδυ μετά από αυτό. Το μέρος που στεκόταν δεν κινούσε τις υποψίες αφού σε απόσταση πέντε μέτρων βρισκόταν μία στάση λεωφορείου. Από εκεί και όταν τελείωνε η παρακολούθηση του κάθε ημέρα έμπαινε στο πρώτο λεωφορείο που περνούσε και κατέβαινε στο τέρμα. Δεν τον ενδιέφερε να επιστρέψει στο σπίτι του. Δεν είχε σπίτι πια ή μάλλον για να το θέσουμε καλύτερα δεν είχε τίποτα που να θεωρεί σπίτι. Είχε όμως μία αποστολή και κανένας δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο σε αυτήν.

Πως μπορεί κάποιος να βάλει σε τάξη το χάος; Πως μπορεί κάποιος να βρει στοιχεία εκεί που δεν υπάρχουν; Ποιος μπορεί να συνδέσει κουκίδες που δεν βρίσκονται στον ίδιο χάρτη;

Κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό και εκείνος το ήξερε. Ήταν τόσο προσεκτικός και τόσο προσηλωμένος στη δουλειά του που τίποτα και κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να τον πλησιάσει. Θα πλησίαζε αυτός όμως. Και ο Γιόχαν του είχε κινήσει την περιέργεια για αυτό και τον προσέγγισε. Το σκέφτηκε πολλές φορές πριν του αφήσει αυτό το σημείωμα κάτω από την πόρτα. Ήταν η πιο παράτολμη ενέργεια στη διάρκεια της αποστολής του. Και όμως όταν το έκανε τελικά ένιωσε για πρώτη φορά μετά από καιρό έναν ενθουσιασμό. Ναι είχε επικοινωνήσει με τον Γιόχαν και θα το έκανε ξανά.

Το επόμενο πρωί…

Ο Γιόχαν κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη του μπάνιου. Η Δέσποινα είχε κοιμηθεί το βράδυ στο σπίτι του αλλά είχε φύγει νωρίς για να πάει στο γραφείο και δεν τον ξύπνησε καν. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που γυναίκα κοιμήθηκε στο σπίτι του μετά από πάρα μα πάρα πολύ καιρό. Συνέχιζε να κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη και η σκέψη του πήγε στον πατέρα του. Του έμοιαζε όλο και πιο πολύ μεγαλώνοντας αλλά δεν μπορούσε πλέον να το διαπιστώσει αφού είχε πεθάνει όταν ο Γιόχαν ήταν μόλις 20 χρονών.

Και σε αυτόν όφειλε το παράξενο όνομα του. Στη Δανία ή την Ολλανδία δεν θα ήταν καθόλου παράξενο αλλά ο Γιόχαν δεν ήταν Δανός ούτε Ολλανδός, ήταν Έλληνας. Αλλά αυτό παρατσούκλι του είχε κολλήσει ο πατέρας του όταν ήταν μικρός και έτσι τον φώναζαν όλοι και μετά που μεγάλωσε. Η ταυτότητα του βέβαια έγραφε άλλο όνομα αλλά αυτό δεν θα το μάθετε τώρα. Θα το μάθετε πιθανότητα σε ένα μυθιστόρημα με τον ταιριαστό τίτλο «Αυτό το όνομα έγραφε η ταυτότητα του Γιόχαν». Και θα είναι συναρπαστικό σας το υπόσχομαι.

Ο Γιόχαν έφυγε επιτέλους μπροστά από τον καθρέφτη, ήπιε δυο γουλιές από τον άθλιο καφέ που είχε φτιάξει, έκανε γκριμάτσα και τις δύο φορές που ήπιε γουλιά, άναψε το τσιγάρο που είχε αφήσει μισοτελειωμένο το προηγούμενο βράδυ, έκανε δύο γρήγορες τζούρες, ντύθηκε και έφυγε από το σπίτι κλειδώνοντας όπως πάντα δύο φορές την κανονική κλειδαριά αλλά όχι την κλειδαριά ασφαλείας. Και αυτό γιατί όταν γύρναγε δεν ήθελε να ξεκλειδώνει πολλές φορές.

Μία ώρα μετά έφτασε στο γραφείο. Δεν πήγαινε συχνά εκεί αφού η παρουσία του δεν ήταν απαραίτητη, αλλά δεν πήγαινε ακόμα και όταν η παρουσία του ήταν απαραίτητη. Είχε μία σιωπηρή συμφωνία με τους ανώτερους του ότι δεν θα τον ενοχλούν αν δεν υπάρχει λόγος. Ήταν μια καλή συμφωνία την οποία εκμεταλλευόταν με κάθε ευκαιρία. Ήξερε ότι τον είχαν ανάγκη.

Και τώρα ήταν έτοιμος να μελετήσει την υπόθεση.  Όταν ο Κώστας Δημητρόπουλος τον είδε να μπαίνει στην αίθουσα κούνησε το κεφάλι του με ένα βλέμμα που έδειχνε παράλληλα ανακούφιση και απογοήτευση. Αυτά ήταν τα συναισθήματα που δημιουργούσε στους περισσότερους ο Γιόχαν και αν και ήταν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους ταίριαζαν τόσο πολύ στην περίπτωση του. Στη διαδρομή που έκανε μέχρι το γραφείο σκεφτόταν το αν θα ήταν σκόπιμο να δείξει στους υπόλοιπους το σημείωμα που είχε αφήσει κάτω από την πόρτα του ο αόρατος δολοφόνος. Ήταν άλλωστε το μοναδικό στοιχείο που είχαν στα χέρια τους αφού όπως είχε φανταστεί ο Γιόχαν οι έρευνες που έγιναν στο διαμέρισμα του πρώτου φόνου ήταν άκαρπες. Ούτε τρίχες, ούτε κάτι άλλο που θα μπορούσε να προδώσει την ταυτότητα του δολοφόνου. Όπως ένα χαρτάκι που θα έγραφε το όνομα του για παράδειγμα και θα έπεφτε τυχαία από την τσέπη του.

Δεν θα ήταν πολύ καλή φάση αυτή; Ούτε νταβαντούρια με έρευνες ούτε τίποτα. Μόνο ένα χαρτάκι με το όνομα του δολοφόνου. Και την τελευταία γνωστή του διεύθυνση αν ήταν δυνατόν.

«Μην το δώσεις. Θα είσαι μαλάκας αν το δώσεις» είπε μια φωνή. Ο Γιόχαν γύρισε στα αριστερά του και είδε τη Δέσποινα να του χαμογελά ελαφρά. Είχαν περάσει ένα πολύ ωραίο βράδυ μαζί την προηγούμενη μέρα και σκόπευαν να το κάνουν ξανά άμεσα. Αλλά όση ώρα βρισκόταν στο γραφείο ένιωθε μια μικρή δυσφορία. Δεν του ταίριαζε το περιβάλλον.

Ο Γιόχαν συνέχισε να το σκέφτεται. Το σωστό θα ήταν να δώσει το σημείωμα, έτσι όλοι μαζί θα μπορούσαν να το μελετήσουν και ίσως να το αποκωδικοποιήσουν.

«Μην το δώσεις. Θα είσαι μεγάλος μαλάκας αν το δώσεις» είπε ξανά η φωνή.

«Μα δεν είναι μαλακία να μην συνεργαστώ με τους υπόλοιπους; Τότε τι κάνω εδώ;» απάντησε ο Γιόχαν.

«Ακριβώς αυτό λέω και εγώ. Τι κάνεις εδώ;  Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να φύγεις τώρα. Γύρισε στο σπίτι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει. Όταν νυχτώσει φύγε και πήγαινε στο σπίτι που έγινε ο φόνος. Κοίταξε λίγο τριγύρω, νιώσε την αύρα, προσπάθησε να καταλάβεις τι έγινε εκεί μέσα. Αν δεν κάνεις αυτά που είπα, με τη σειρά που σου είπα, τότε θα μου αποδείξεις για μία ακόμα φορά ότι είσαι μαλάκας. Αυτό που σου λέω τόσα χρόνια δηλαδή. Α, και στο γυρισμό για το σπίτι πάρε και τίποτα να πιούμε, δεν έχει τίποτα. Αν δεν πάρεις θα μου αποδείξεις ξανά ότι είσαι μαλάκας» είπε η φωνή.

«Νομίζω ότι έχεις δίκιο» είπε ο Γιόχαν, γύρισε την πλάτη του και έφυγε από το γραφείο χωρίς καν να χαιρετήσει. Η Δέσποινα Σωτηρίου και ο Κώστας Δημητρόπουλος τον είδαν να φεύγει με ένα βλέμμα που αυτή τη φορά έδειχνε σκέτη απογοήτευση.

«Τώρα μπορούμε να ξεκινήσουμε να δουλεύουμε την υπόθεση» είπε η φωνή. Σε αυτό το σημείο ίσως θα είναι καλύτερα να σας πω ότι η φωνή δεν ερχόταν από κάποιον που βρισκόταν δίπλα στον Γιόχαν, αλλά βρισκόταν μέσα στο κεφάλι του Γιόχαν.

Και βρισκόταν εκεί για πολλά χρόνια. Παρά το γεγονός ότι είχε να την ακούσει πολύ καιρό ήξερε ότι ήταν πάντα εκεί.

Ο Γιόχαν δεν μπορούσε ποτέ να το εξηγήσει αυτό και απλά αποφάσισε να ζει τη ζωή του έτσι. Όχι δεν ήταν τρελός. Απλά άκουγε μια φωνή. Και επειδή του άρεσε να ξέρει ποιον είχε απέναντι του είχε φτιάξει μια ολόκληρη ιστορία στο κεφάλι του. Είχε φανταστεί λοιπόν ότι η φωνή ερχόταν από έναν λούτρινο σκύλο που μιλάει.

Και του είχε δώσει και όνομα. Jesse James.

Συνεχίζεται…

ΥΓ: Όσοι έχετε διαβάσει και τα δύο επεισόδια και λογικά για να είσαστε εδώ το έχετε κάνει, μπορείτε πλέον να καταλάβετε ότι αυτό που εξελίσσεται δεν είναι μια τυπική αστυνομική ιστορία. Και το πιο σημαντικό από όλα, δεν είναι προδιαγεγραμμένη.

Το κάθε επεισόδιο γράφεται λίγες ώρες πριν τη δημοσίευση του έτσι είναι σίγουρο ότι θα υπάρχουν ατέλειες. Είναι όμως ζωντανό. Και αλλάζει συνέχεια όπως η διάθεση του τύπου που σας μιλάει αυτή τη στιγμή.

Αν έχετε λοιπόν το κουράγιο και τη διάθεση μπορούμε να πάμε μαζί αυτή τη βόλτα και όπου μας βγάλει.

ΥΓ 2: Η πραγματικότητα είναι μία διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας.

ΥΓ 3: Στο τέλος κάθε επεισοδίου έχω για εσάς ένα τραγούδι που νομίζω ότι ταιριάζει με τις εξελίξεις.

Yours Truly,

Θανάσης Ράλλης

https://www.youtube.com/watch?v=pKlg3jYMwRU

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ