Τα Σαγόνια του Καρχαρία: 50 χρόνια από την ταινία που μας έκανε να φοβόμαστε να μπούμε στο νερό
COVER STORY

Τα Σαγόνια του Καρχαρία: 50 χρόνια από την ταινία που μας έκανε να φοβόμαστε να μπούμε στο νερό

H ταινία έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες στις 20 Ιουνίου του 1975.

Μισό αιώνα αργότερα, ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους εξακολουθεί να αποφεύγει το κολύμπι. «Δεν το έχω κάνει ποτέ από τότε που γυρίστηκε η ταινία», λέει ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός. «Γιατί πλέον έχεις πλήρη επίγνωση του τι δεν αντιλαμβάνεσαι – και δεν έχεις ιδέα τι βρίσκεται από κάτω σου».

Η ταινία είναι τα Σαγόνια του Καρχαρία (Jaws), που κυκλοφόρησε στις 20 Ιουνίου 1975 και αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία του κινηματογράφου αλλά και στην εικόνα που είχε το κοινό για τους καρχαρίες. Όπως αναφέρει στο μεγάλο της αφιέρωμα στην ταινία ο Guardian, ήταν το φιλμ που ουσιαστικά γέννησε το καλοκαιρινό μπλοκμπάστερ, ανοίγοντας τον δρόμο για τον Πόλεμο των Άστρων, το Jurassic Park και το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel. Παρουσίασε τον καρχαρία ως τέρας που πρέπει να εξοντωθεί, αλλά ταυτόχρονα ενέπνευσε την αγάπη για τη θάλασσα και τη θαλάσσια βιολογία.

Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Πίτερ Μπέντσλεϊ και σκηνοθετημένο από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, τα Σαγόνια του Καρχαρία αφηγούνται την ιστορία ενός λευκού καρχαρία που τρομοκρατεί μια παραθαλάσσια πόλη, αναγκάζοντας έναν αστυνομικό, έναν θαλάσσιο βιολόγο και έναν σκληροτράχηλο ψαρά να τον κυνηγήσουν. Η ταινία αποθεώθηκε από τους κριτικούς και έγινε η πρώτη που ξεπέρασε τα 100 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις στις ΗΠΑ.

Το τρίο στο σκάφος – ο Ντρέιφους (ως Χούπερ), ο Ρόι Σάιντερ (ως Μπρόντι) και ο Ρόμπερτ Σο (ως Κουίντ) – ήταν βασικός άξονας της επιτυχίας. Σήμερα, μόνο ο Ντρέιφους παραμένει ζωντανός. Στα 77 του πλέον, μιλά από τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του στο Σαν Ντιέγκο, γεμάτος αναμνήσεις. «Πρέπει να θυμάστε, ότι για μένα αυτό δεν ήταν πριν 50 χρόνια. Ήταν χθες».

Στην αρχή, αρνήθηκε τον ρόλο. Ο Σπίλμπεργκ τού παρουσίασε την ιστορία πολύ παραστατικά σε ένα γεύμα, και αφού τον ρώτησε αν του άρεσε, ο Ντρέιφους απάντησε «Ναι». Όταν όμως τον ρώτησε αν ήθελε να συμμετάσχει, είπε «Όχι. Θα είναι κόλαση να γυριστεί». Όπως λέει, εκείνη την περίοδο δεν αναζητούσε δυσκολίες.

Αργότερα όμως, όταν είδε ένα πρώτο μοντάζ άλλης του ταινίας και θεώρησε ότι η ερμηνεία του ήταν τόσο κακή που ίσως να κατέστρεφε την καριέρα του, τηλεφώνησε στον Σπίλμπεργκ και τον παρακάλεσε να τον πάρει πίσω. Τελικά, το γύρισμα δεν ήταν τόσο «κόλαση» όσο περίμενε. «Αν υπάρχει μία λέξη που χαρακτηρίζει την παραγωγή, αυτή είναι ‘αναμονή’. Περιμέναμε περισσότερο απ’ όσο δουλεύαμε».

Ο Σπίλμπεργκ επέμενε να γυρίσει την ταινία σε ανοιχτό ωκεανό για χάρη της αυθεντικότητας, γεγονός που εκτόξευσε το κόστος από τα 4 στα 9 εκατομμύρια δολάρια και καθυστέρησε την παραγωγή κατά 100 ημέρες. Το μηχανικό ομοίωμα του καρχαρία, γνωστό ως «Μπρους», δυσλειτουργούσε συνεχώς.

Ο Ντρέιφους θυμάται γελώντας: «Ακούγαμε συνέχεια από τα μεγάφωνα: ‘Ο καρχαρίας δεν δουλεύει. Επαναλαμβάνω, ο καρχαρίας δεν δουλεύει’. Ώσπου μια μέρα ακούσαμε: ‘Ο καρχαρίας δουλεύει!’».

Αυτές οι αποτυχίες ανάγκασαν τον Σπίλμπεργκ να αλλάξει ολόκληρη τη σκηνοθετική προσέγγιση και να υπονοήσει τον κίνδυνο αντί να τον δείξει ανοιχτά. Το αποτέλεσμα ήταν μια μαεστρική χρήση της αγωνίας και του αόρατου φόβου – ένα μάθημα που του είχε εμπνεύσει και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ.

Καθοριστική ήταν και η συμβολή του συνθέτη Τζον Γουίλιαμς, του οποίου το λιτό δίτονο μουσικό θέμα αρχικά φάνηκε αστείο στον Σπίλμπεργκ, ώσπου συνειδητοποίησε την αγωνία που προκαλούσε. «Δεν βλέπεις πρώτα τον καρχαρία», σχολιάζει ο Ντρέιφους. «Τον ακούς. Και μόνο αυτό αρκούσε για να παγώσει το κοινό – και εμένα μαζί».

Μία από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας είναι η αφήγηση του Κουίντ για το ναυάγιο του USS Indianapolis, όπου δεκάδες ναύτες κατασπαράχθηκαν από καρχαρίες. Η σκηνή ήταν κυρίως αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού και έχει χαρακτηριστεί από τον ίδιο τον Σπίλμπεργκ ως η σκηνή για την οποία είναι πιο περήφανος.

Ο Σο, που πάλευε με τον αλκοολισμό, ήπιε επίτηδες πριν το γύρισμα – αλλά η πρώτη λήψη απέτυχε. «Έχασε τον έλεγχο και ένιωσε τρομερά ταπεινωμένος», θυμάται ο Ντρέιφους. «Ήταν οδυνηρό να το βλέπεις. Αλλά την επόμενη μέρα, το έκανε με τη μία – και ήταν απλώς συγκλονιστικός.»

Υπάρχει ένας μύθος ότι η ένταση μεταξύ Χούπερ και Κουίντ ήταν αληθινή και βασιζόταν σε προσωπική αντιπάθεια ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς. Ο Ντρέιφους το διαψεύδει κατηγορηματικά. «Αυτή η ιστορία του “καβγά” δεν υπήρχε για 25 χρόνια. Είχαμε μια δύσκολη μέρα, αυτό ήταν όλο. Μας άρεσε να πειράζουμε ο ένας τον άλλο. Αγαπούσα τον Ρόμπερτ και έμαθα πολλά από εκείνον».

Μάλιστα, είχαν κάνει σχέδια να συνεργαστούν ξανά. «Είχαμε συμφωνήσει να παίξουμε τον Άμλετ και τον Βασιλιά Ληρ, αλλά εκείνος πέθανε πολύ γρήγορα. Ήταν απώλεια που άλλαξε το μέλλον μου».

Όταν ο Ντρέιφους είδε για πρώτη φορά την τελική κόπια του Jaws, τρόμαξε πραγματικά. «Ήταν σαν να μην ήμουν ποτέ εκεί. Με παρέσυρε εντελώς η ιστορία. Ήταν μια απίστευτη κινηματογραφική επίτευξη – και ήξερα ότι έβλεπα τον άτυπα στέφοντα πρίγκιπα του Χόλιγουντ, τον φίλο μου, τον Στίβεν».

Η ταινία έγινε πολιτιστικό φαινόμενο. Ήταν από τις πρώτες που απέδειξαν πως ένα φιλμ μπορεί να επηρεάσει την κοινωνία στο σύνολό της. «Δεν υπήρχε ούτε μια χώρα, ούτε μια ομάδα ανθρώπων που να έμεινε ανεπηρέαστη. Ο Στίβεν άγγιξε κάτι βαθύ και παγκόσμιο».

Παρότι δεν την έχει ξαναδεί ολόκληρη, αν πετύχει την ταινία στην τηλεόραση, την παρακολουθεί ως το τέλος. Όσο για τις συνέχειες; «Δεν έπρεπε ποτέ να έχουν γίνει. Δεν τις είδα ποτέ και δεν πρόκειται να τις δω».

Η συνάδελφός του, Λορέιν Γκάρι, που υποδύθηκε τη σύζυγο του Μπρόντι, θυμάται την εμπειρία με λιγότερο ρομαντισμό. Ο Ρόι Σάιντερ ήταν απόμακρος, κάπνιζε συνεχώς και έπαιρνε ήλιο με ανακλαστήρες. «Δεν είχαμε τίποτα κοινό. Αργότερα, όταν συναντηθήκαμε τυχαία στη Νέα Υόρκη, μιλήσαμε σαν κανονικοί άνθρωποι – και ήταν ευχάριστο».

Η ταινία, που συνοδεύτηκε από τη φράση «Δες την πριν πας για μπάνιο!», προβλήθηκε σε 464 αίθουσες και υποστηρίχθηκε από μια τεράστια τηλεοπτική καμπάνια – πρωτοφανές για την εποχή.

Ο αντίκτυπος στο κοινό – και στους ίδιους τους καρχαρίες – ήταν τεράστιος. Ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί δραματικά από τη δεκαετία του ’70. Ο Σπίλμπεργκ δήλωσε το 2022 ότι «μετανιώνει ειλικρινά για την αποδεκάτιση των καρχαριών» λόγω της ταινίας.

Αλλά ταυτόχρονα, τα Σαγόνια του Καρχαρία ενέπνευσαν πλήθος ανθρώπων να ασχοληθούν με τη θαλάσσια επιστήμη και την προστασία των ωκεανών. Ο ίδιος ο Μπέντσλεϊ αφιερώθηκε στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και η σύζυγός του, Γουέντι, είναι σήμερα παραγωγός του ντοκιμαντέρ Jaws@50: The Definitive Inside Story.

«Οι άνθρωποι τρόμαξαν, αλλά πολλοί ξεπέρασαν τον φόβο και θέλησαν να μάθουν περισσότερα», λέει η Γουέντι. «Ο Πίτερ πάντα έλεγε πως δεν θα ξαναέγραφε τα Σαγόνια του Καρχαρία τώρα που ξέρει πόσο σημαντικά και υπέροχα πλάσματα είναι οι καρχαρίες.»

Η κληρονομιά της ταινίας είναι αμφίσημη – τρόμος και θαυμασμός μαζί. Αλλά ίσως αυτός να είναι ο λόγος που παραμένει αξεπέραστη.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ακολουθήστε το Roxx στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι νέα για μουσική, σειρές και ταινίες. Ακολουθήστε μας στο spotify για νέα μουσική κάθε εβδομάδα. Στο instagram μας βρίσκετε εδώ.

 

Tags: