Πρόσφατα διάβασα το «What does this button do ?» την αυτοβιογραφία του Bruce Dickinson. Ομολογώ ότι τελειώνοντας το βιβλίο υπήρξαν ανάμεικτα συναισθήματα. Από την μία θα ήθελα περισσότερες ζουμερές και πικάντικες λεπτομέρειες σχετικά με τσακωμούς, το γιατί έφυγε από τους Maiden, για τις σχέσεις με τα υπόλοιπα μέλη και ότι αφορά την καθημερινότητα ενός από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα που έχει εμφανιστεί ποτέ στον πλανήτη, από την άλλη χάρηκα που δεν διάλεξε την εύκολη οδό του «ξεκατινιάσματος» και της δημοσιοποίησης γεγονότων που μένουν μόνο στα στεγανά της μπάντας ή της προσωπικής ζωής του.
Αναπόφευκτα λοιπόν όσο διάβαζα το μυαλό μου έτρεχε συνεχώς πίσω στο 2002…
Του Χρήστου Κάσσου
Το 2002 το Rockwave δεν έγινε ποτέ και την θέση του πήρε το… Shockwave. Ένα φεστιβάλ στο οποίο όμως απουσίαζαν τα πιο «μεταλλικά» ονόματα. Εκεί όμως που δεν το περιμέναμε ξαφνικά ανακοινώθηκαν δύο συναυλίες στον Λυκαβηττό.
Motorhead και Bruce Dickinson. Επειδή τα χρόνια έχουν περάσει, αν δεν κάνω λάθος, η συναυλία του Dickinson ανακοινώθηκε δύο εβδομάδες πριν γίνει.
Σαν φοιτητής λοιπόν τότε, συμμετείχα κι εγώ σαν εργαζόμενος στην εταιρία παραγωγής του Shockwave αλλά και των δύο προαναφερθέντων συναυλιών. Σας μεταφέρω λοιπόν κατευθείαν στις 21 Ιουλίου, πριν την συναυλία του Dickinson, γύρω στο μεσημέρι όπου με βρίσκει να κουβαλάω καλώδια και προβολείς.
Δυστυχώς το καρτελάκι μου δεν μου επέτρεπε να έχω πρόσβαση παντού και όπως φαντάζεστε είχα βάλει στόχο να γνωρίσω τον Dickinson. Κάποια στιγμή πλησίασα τον υπεύθυνο – νομίζω λεγόταν Στέφανος – και αρκετά ντροπαλά τον ρώτησα «Στέφανε, αν δεν δημιουργείται κάποιο πρόβλημα, όταν έρθει o Bruce θα με βάλεις στα παρασκήνια;» . Η απάντησή του ήταν άμεση και δεν σήκωνε αντιρρήσεις «Όχι ρε, δεν γίνεται με τίποτα». Προσέγγισα και άλλους εργαζόμενους της εταιρίας και πάντα η απάντηση ήταν η ίδια. Όχι.
Στο διάλειμμα για φαγητό ξαναπροσπάθησα. «Στέφανε, ειλικρινά δεν θα δημιουργηθεί θέμα, ένα λεπτάκι μόνο». Αυτή τη φορά ήταν πιο αυστηρός. «Εδώ ήρθαμε να δουλέψουμε, άσε τις παπαριές και μην με ζαλίζεις. Είπαμε δεν γίνεται».
Δεν χρειάζεται να σας γράψω για την ψυχολογική μου κατάσταση εκείνη την στιγμή. Ήμουν ένας άνθρωπος που είχε μία μοναδική ευκαιρία να γνωρίσει το –ας το πούμε – είδωλό του και έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό.
Οι εργασίες τέλειωσαν, ο ήλιος έπεσε και σε περίπου δέκα λεπτά θα άρχιζε η συναυλία. Αφού έπιασα καλή θέση και σχετικά άνετα (εδώ το καρτελάκι που είχα κρεμασμένο στο λαιμό με βοήθησε αρκετά), είχα πλέον αποδεχτεί ότι δεν θα γνώριζα τον Bruce αλλά διάολε σε λίγη ώρα θα ήταν στα τρία μέτρα μπροστά μου χοροπηδώντας.
Κάπου εκεί λοιπόν ακούω να με φωνάζουν. «Έλα λίγο, σε θέλει ο Στέφανος να πας κάτι πίσω στην κονσόλα». Ξενερώνω. Σε λίγο αρχίζει γαμώτο…
Συναντάω τον Στέφανο που με υποδέχεται με ένα ύπουλο χαμόγελο. «Πάρε αυτά τα νερά και πήγαινέ τα στην κονσόλα». Κάνει παύση. «Αλλά έλα μια στιγμή από εδώ».
Τραβάει μία μικρή ξύλινη πορτούλα που οδηγεί προς την σκηνή. Στρίβει δεξιά και παραμερίζει μία μεγάλη σκούρα κουρτίνα. «Δες αν θέλουν κάτι εδώ πρώτα», μου λέει και μου κλείνει το μάτι.
Δύο τύποι στέκονταν μπροστά μου και στη μέση ένας κοντούλης με αθλητικά παπούτσια που τίναζε τους ώμους του. Στεκόμουν μπροστά στον Bruce Dickinson.
Με κοιτάει και χωρίς να θυμάμαι θα στοιχημάτιζα ότι είχα το πιο ηλίθιο βλέμμα που έχει υπάρξει ποτέ από καταβολής χρόνων. Με πλησιάζει. Μάλλον κάποιος του είχε μεταφέρει ότι θα έρθει κάποιος που θέλει πολύ να σε γνωρίσει.
Θα σας γράψω τον διάλογο στα ελληνικά με την ειλικρινή παρατήρηση ότι δεν είμαι σίγουρος ότι «έπιασα» τα πάντα λόγω την βρετανικής του προφοράς
«Γεια , είμαι ο Bruce , είσαι ο…;»
«Χρήστος». Απαντάω μονολεκτικά
«Γεια σου Χρήστο, χαίρομαι για την γνωριμία»
«Είσαι θεός», του λέω σαν χαμένος και προφανώς μην μπορώντας να βρω κάτι που θα ακουστεί λιγότερο γελοίο. Γέλασε.
«Δεν νομίζω» μου λέει «Εσύ ζεις σε μια χώρα που έχει ήλιο και ωραία θάλασσα , μάλλον εσύ είσαι κάτι σαν θεός».
«Όταν γύρισες στους Maiden ήταν το καλύτερο νέο που άκουσα ποτέ» συνεχίζω την κουβέντα
«Εύχομαι να είναι το χειρότερο από τα καλά νέα που θα ακούσεις στη ζωή σου. Κι εγώ χάρηκα» μου απαντάει, «ετοιμάζουμε ωραία πράγματα στο μέλλον»
Δεν ήξερα τι άλλο να πω, απλά απολάμβανα την στιγμή και περίμενα στα επόμενα δευτερόλεπτα να με χαιρετήσει και να φύγει. Αλλά τελικά συνέχισε. «Παίζεις κιθάρα;» με ρώτησε, βλέποντας την πένα που είχα κρεμασμένη στο λαιμό μου .
«Προσπαθώ» του απάντησα.
«Κι εγώ προσπαθώ να τραγουδήσω, να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια μπάντα μαζί μια μέρα» είπε και γέλασε
Κάπου εκεί αισθάνθηκα ότι δεν πρέπει να καταχραστώ άλλο το χρόνο του και απλά του είπα «Χάρηκα που σε γνώρισα». Με χτύπησε ελαφρά στην πλάτη λέγοντάς μου «θες να βγάλουμε μία φωτογραφία ;»
«Δεν έχω φωτογραφική μηχανή μαζί μου, αλλά δεν πειράζει»
«Οκ, όταν ξανασυναντηθούμε τότε. Να απολαύσεις το σόου και να τραγουδήσεις δυνατά Tom Jones» (εκείνη την ώρα θεώρησα ότι παράκουσα, αλλά η συναυλία έκλεισε με το Delilah του Tom Jones. Δεν είχα παρακούσει! Έφαγα spoiler από τον Dickinson !)
Και κάπου εκεί τέλειωσε η συνάντηση μας.
Μπορεί να σας ακουστεί υπερβολικό αλλά στην μικρή αυτή κουβέντα που είχαμε κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που σεβόταν πραγματικά τον συνομιλητή του, που δεν φέρονταν με την έπαρση ενός μεγάλου σταρ, που δεν θεωρούσε σε καμία περίπτωση ότι είναι «ανώτερος» . Μπορεί οι απαντήσεις να ήταν τυπικές, όπως άλλωστε συμβαίνει με οποιονδήποτε γνωρίζουμε για πρώτη φορά, αλλά μιλούσε και έδειχνε ότι δεν είναι εκεί τυπικά, ότι απλά βγάζει την «υποχρέωση».
Προφανώς ο Dickinson όλα αυτά τα χρόνια έχει υποπέσει σε πολλές αστοχίες, είτε σε συναυλίες, είτε σε συνεντεύξεις αλλά σε μένα φαντάζει λογικό. Όταν εκτίθεσαι τόσο πολύ στη δημοσιότητα κάποια στιγμή θα έχεις και τις κακές σου στιγμές. Αν τον συναντούσα τώρα λογικά θα αρκούνταν το πολύ σε ένα «Hi, nice to meet you» και θα γύριζε την πλάτη. Αλλά από την άλλη και τότε αυτό νόμιζα θα γινόταν.
Αρκετά χρόνια μετά και πλέον σκεπτόμενος πιο ψύχραιμα –έχοντας και την συγκεκριμένη συναυλία στο μυαλό μου – κατέληξα στο συμπέρασμα πως όταν καλλιτέχνες σαν τον Dickinson δεν έχουν το βάρος μίας μεγάλης περιοδείας, μίας εταιρίας ή πολλών μάνατζερς είναι πιο χαλαροί. Κάνουν ότι θέλουν στη σκηνή χωρίς να υπάρχει σκαλέτα και σχεδόν πάντα το αποτέλεσμα τους δικαιώνει και το κοινό περνάει καλά. Αυτό το αποφορτισμένο κλίμα βγαίνει μετά και σε πιθανές συνεντεύξεις ή σε τυχαίες συναντήσεις με οπαδούς που το πρώτο πράγμα που τους λένε είναι « You are a god».