Η έπαυλη Dunlora είναι ένα από τα παλιά σπίτια στην περιοχή του Charlottesville με την κατασκευή της να χρονολογείται τον 18ο αιώνα. Βρίσκεται στο τέλος ενός χωματόδρομου βαθιά στο δάσος. Το 1900 πέρασε στην ιδιοκτησία μίας γυναίκας την οποία πολλοί από τους κατοίκους αποκαλούσαν μάγισσα.
Την δεκαετία του 1920, το δάσος πίσω από την έπαυλη αποτελούσε ένα ιδανικό χώρο για κάμπινγκ, αλλά οι φήμες περί μαγείας για τους ιδιοκτήτες του σπιτιού έκαναν τον κόσμο απρόθυμο στο να περάσει τη νύχτα σε αυτό το χώρο τόσο κοντά στην έπαυλη. Αυτοί που τολμούσαν να κατασκηνώσουν ήταν πολλοί προσεκτικοί στο να μην περάσουν τα όρια ιδιοκτησίας του σπιτιού.
Ένα καλοκαίρι έξι πρόσκοποι μαζί με τον μεγαλύτερο σε ηλικία συνοδό τους έστησαν τις σκηνές τους στο δάσος κοντά στην έπαυλη. Ήταν η πρώτη εξόρμηση για τον υπεύθυνο των προσκόπων στο νέο του ρόλο και ο ίδιος δεν είχε ακούσει ποτές τις φήμες για το σπίτι που βρισκόταν κοντά. Χωρίς να το γνωρίζουν είχαν περάσει τα όρια της έπαυλης.
Το πρώτο βράδυ και αφού έφαγαν επέστρεψαν στις σκηνές τους για να κοιμηθούν. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο αρχηγός των προσκόπων ξύπνησε από περίεργους ήχους που έρχονταν από μία από τις σκηνές. Νομίζοντας ότι οι πρόσκοποι απλά έκαναν πλάκα μεταξύ τους και ξενυχτούσαν πήγε προς τη σκηνή για τους κάνει παρατήρηση.
Όταν έφτασε πήγες προς τις σκηνές, είδε ότι όλες ήταν ανοιχτές και οι πρόσκοποι έλειπαν. Άρχισε να φωνάζει τα ονόματα τους μέσα στη νύχτα. Καμία απάντηση. Τον έπιασε πανικός και άρχισε να περπατάει στο μονοπάτι που βρήκε μπροστά του εντοπίζοντας ένα φως να αχνοφέγγει στο τέλος της διαδρομής. Όσο περπατούσε, όλο και πιο γρήγορα τώρα συνέχισε να φωνάζει τα ονόματα των αγοριών, αλλά δεν πήρε και πάλι καμία απάντηση παρά μόνο την απόλυτη ησυχία. Ώσπου στο τέλος του μονοπατιού εντόπισε την πηγή του φωτός. Ένα κερί έκαιγε σε ένα από τα παράθυρα της έπαυλης Dunlora.
Έφτασε στην είσοδο και βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Έκανε μερικά διστακτικά βήματα μέσα στο σπίτι και συνέχισε να φωνάζει τα ονόματα των προσκόπων. Καμία απάντηση και πάλι. Παρατήρησε ότι το εσωτερικό του σπιτιού ήταν γεμάτο σκόνη και ιστούς αρχής ενώ τα έπιπλα έμοιαζαν να έχουν την ίδια ηλικία με την έπαυλη. Φώναξε για μία τελευταία φορά αλλά και πάλι κανείς δεν απάντησε.
Όταν αποφάσισε να φύγει από το σπίτι και να συνεχίσει την αναζήτηση των αγοριών στο δάσος άκουσε ένα ήχο από το υπόγειο. Ήταν η πόρτα που έτριζε. Δίστασε, δεν ήξερε αν έπρεπε να μπει ακόμα πιο βαθιά μέσα στην τεράστια έπαυλη, μια φωνή ενός αγοριού όμως που ερχόταν από τον υπόγειο τον έκανε να τρέξει προς τα εκεί.
Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε μία μεγάλη άδεια αίθουσα με φρεσκοασβεστωμένους τοίχους. Με τον φακό του κάλυψε ολόκληρο το υπόγειο αλλά δεν είδε κανέναν. Τότε όμως και κοιτώντας στο πάτωμα είδε το καπέλο τους ενός προσκόπου.
Ένας θόρυβος ακριβώς από πίσω του τον έκανε να γυρίσει απότομα. Ο φακός του έπεσε στο πρόσωπο της γριάς μάγισσας που βρισκόταν εκατοστά από αυτόν. Είχε ένα αρρωστημένο γέλιο και τα κοφτερά της δόντια ήταν κατακίτρινα. Ούρλιαξε από τον τρόμο και άρχισε να τρέχει προς τις σκάλες και στην έξοδο του σπιτιού.
Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο χωματόδρομο που οδηγούσε μακριά από τη ν έπαυλη. Όποτε γύρναγε να κοιτάξει πίσω έβλεπε τα μάτια της μάγισσας να λάμπουν στο σκοτάδι όσο τον πλησίαζε. Τότε είδε μπροστά του κάτι που τον πάγωσε. Σταμάτησε να τρέχει και οι έξι πρόσκοποι στέκονταν μπροστά του ο ένας δίπλα στον άλλον. Τα νεκρά τους μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του. Τα στομάχια τους ήταν ανοιγμένα και έβλεπε τα έντερα να κρέμονται και να ακουμπάνε στον δρόμο. Έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του και εκεί λιποθύμησε από τον φόβο.
Όταν οι πρόσκοποι δεν επέστρεψαν σπίτι το επόμενο πρωί, η αστυνομία άρχισε να τους αναζητά. Έφτασαν στον χωματόδρομο και εκεί βρήκαν τον αρχηγό των προσκόπων ξαπλωμένο στο χώμα. Είχε χάσει το λογικά του, τα όσα έλεγε δεν έβγαζαν νόημα στους αστυνομικούς. Μιλούσε για ξεκοιλιασμένους προσκόπους και μάγισσες.
Τον έβαλαν στο αυτοκίνητο και συνέχισαν την αναζήτηση των προσκόπων. Λίγο μετά έφτασαν στο σημείο της κατασκήνωσης αντίκρισαν το αποτρόπαιο θέαμα. Και οι έξι πρόσκοποι βρίσκονταν στο εσωτερικό των σκηνών ξαπλωμένοι και ξεκοιλιασμένοι.
Κοίταξαν τριγύρω και βρήκαν μια φωτιά να καίει ακόμα. Μέσα σε αυτή ήταν τα σωθικά των παιδιών και δίπλα παρατημένο το ματωμένο μαχαίρι του αρχηγού τους.
Ο άνδρας συνελήφθη αμέσως με την κατηγορία της δολοφονίας των έξι παιδιών. Το δικαστήριο τον έκρινε παράφρον και καταδικάστηκε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε ψυχιατρείο.
Ένα μήνα μετά κάτι παράξενο συνέβη. Στον χωματόδρομο που οδηγούσε στην έπαυλη εμφανίστηκαν επτά μεγάλα δέντρα που δεν υπήρχαν εκεί. Ενώ τα έξι ήταν ψηλά και ίσια το έβδομο ήταν στραβό και έμοιαζε άρρωστο.
Μέχρι και σήμερα τα επτά δέντρα στέκονται στο δρόμο και οι κάτοικοι της περιοχής πιστεύουν ότι μέσα σε αυτά ζουν οι ψυχές των έξι παιδιών και του άνδρα που έπεσε θύμα της μάγισσας της έπαυλης Dunlora.
Η ιστορία που διαβάσατε, δημοσιεύθηκε στο Blumhouse και έφτασε μέχρι τα δελτία ειδήσεων σε κανάλια της περιοχής. Ο επιστάτης της έπαυλης δήλωσε ότι το σπίτι ανήκει στην ίδια οικογένεια από τότε που χτίστηκε και ενώ έχει ακούσει τις ιστορίες, η ίδια η οικογένεια δεν λέει τίποτα γι αυτό το θέμα.