Τσιγαροκόφτης: Ένα παράξενο όνειρο
Μετά από είκοσι χρόνια αποφάσισα ότι είναι καιρός να σταματήσω το κανονικό τσιγάρο και να το γυρίσω σε ηλεκτρονικό. Αποφάσισα επίσης να καταγράφω αυτή την εμπειρία με κάθε λεπτομέρεια. Κάποια από τα πράγματα που θα διαβάσετε ίσως σας φανούν υπερβολικά αλλά όπως είχε πει κάποτε κάποιος όχι και τόσο σημαντικός άνθρωπος, η πραγματικότητα είναι μία διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας.
Καταγράφει την εμπειρία του ο Θανάσης Ράλλης
Πέντε ημέρες μετά το ξεκίνημα της προσπάθειας μου είναι αδύνατον να μην επικεντρωθώ σε κάτι που με ταλαιπωρεί. Δεν κοιμάμαι καλά τα βράδια. Όχι ότι δεν με παίρνει ο ύπνος, αυτό από τότε που τελείωσα την… δύσκολη στρατιωτική θητεία μου στο ναυτικό δεν αποτέλεσε ξανά πρόβλημα, αλλά βλέπω ένα περίεργο όνειρο δύο βράδια συνεχόμενα.
Δεν ξέρω αν σχετίζεται με την έλλειψη κανονικής νικοτίνης ή αν απλά έχω προβλήματα που μόνο ένας ψυχολόγος με τρία διαφορετικά πτυχία θα μπορούσε να λύσει ή αν απλά είμαι βλαμμένος σε μεγαλύτερο βαθμό από όσο νόμιζα.
Αυτό που θα κάνω είναι να σας περιγράψω το όνειρο όπως ακριβώς το θυμάμαι.
Με παίρνει λοιπόν ο ύπνος και λίγη ώρα μετά ξυπνάω σε ένα μέρος που δεν έχω βρεθεί ξανά στη ζωή μου. Και σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να έχω ξυπνήσει εκεί. Ο ήλιος με τύφλώνει ενώ η άσφαλτος μοιάζει να καίει. Είμαι στην άκρη ενός επαρχιακού δρόμου ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο χώμα.
Έφτυσα ένα κομμάτι άχυρο που ήταν κολλημένο στα δόντια μου, έτριψα τα μάτια μου μπας και έχει γίνει κάποιο λάθος, αλλά τίποτα, είμαι ακόμα εκεί. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά ένιωσα όλο μου το κορμί να πονάει σαν να έχω φάει πολύ ξύλο. Με δυσκολία στάθηκα στα πόδια μου και τίναξα τα άχυρα πάνω από τα ρούχα μου. Ρούχα που πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου και δεν έμοιαζαν με κάτι που θα φορούσα σε καμία περίπτωση.
Φορούσα ένα λινό καφέ παντελόνι και από πάνω ένα κοντομάνικο πουκάμισο που θα το έλεγες και θαλασσί. Κακός συνδυασμός χρωμάτων σε κάθε περίπτωση.
Ήμουν ξυπόλυτος και στα πρώτα μου βήματα χοροπήδησα ελαφρά πάνω στο χώμα αφού τα πετραδάκια με έκαιγαν.
Κοίταξα τριγύρω μου φέρνοντας το αριστερό μου χέρι πάνω από τα μάτια για να κάνω λίγη σκιά. Το μόνο που έβλεπα ήταν ο ατελείωτος δρόμος. Κανένα κτίριο, κανένα σπίτι, τίποτα που να δείχνει πολιτισμό για πολλά χιλιόμετρα. Και ο ήλιος έκαιγε, πρέπει να είχε πάνω από 40 βαθμούς.
Ένιωθα λίγο περίεργα είναι η αλήθεια αφού δεν είχα ιδέα πως βρέθηκα εκεί, δεν είχα ιδέα πως θα γύριζα σπίτι, δεν είχα ιδέα τι έκανα το προηγούμενο βράδυ και γενικά δεν είχα ιδέα.
Το μόνο που θυμόμουν είναι να πέφτω για ύπνο και να ανοίγω το air condition.
Αναστέναξα βαριά και προσπάθησα να βάλω σε μία σειρά τις σκέψεις μου. Ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση μου; Μετά από αυτή την πρώτη σκέψη άκουσα έναν γνώριμο ήχο από μακριά. Ήταν ο ήχος ενός αυτοκινήτου. Να και κάτι καλό. Πρέπει να απείχε δυο-τρία χιλιόμετρα αλλά ο ήχος δυνάμωνε και ήμουν σίγουρος ότι ερχόταν προς το μέρος μου.
Δεν είχα μαζί μου τα γυαλιά μου και ήταν από τις ελάχιστες φορές στην ενήλικη ζωή μου που έβγαινα στον ήλιο χωρίς γυαλιά. Μεγάλη μαλακία. Που στο διάολο βρισκόμουν όμως; Δεν μπορούσα να καταλάβω με τίποτα και για να λέμε την αλήθεια δεν μου έμοιαζε για ελληνικό αυτό το τοπίο.
Το αυτοκίνητο ερχόταν τώρα πιο κοντά, ο ήχος γινόταν όλο και πιο δυνατός. Θα το σταματούσα και θα ζητούσα να με πάρουν μαζί τους. Εκτός και αν ο συνοδηγός έβγαινε από το παράθυρο με ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ και προσπαθούσε να με χτυπήσει φωνάζοντας «θα πεθάνεις πούστη».
Τότε δεν θα έμπαινα σίγουρα και λογικά θα πέθαινα στην ερημιά αφού η αντοχή μου στη ζέστη ήταν ελάχιστη. Μπορεί να με λέτε υπερβολικό αλλά είναι αλήθεια. Θα πέθαινα από τη ζέστη σε μια ώρα.
Πίεσα πολύ τον εαυτό μου να θυμηθεί τι στο διάολο είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ και είχα βρεθεί εκεί, αλλά τίποτα. Το μυαλό μου ήταν κολλημένο στον άθλιο συνδυασμό χρωμάτων των ρούχων που φορούσα.
Ο ήχος του αυτοκινήτου έγινε πλέον κυρίαρχος στην ερημία. Μέχρι εκείνη την ώρα άκουγα και τζιτζίκια. Τώρα πλέον τα τζιτζίκια δεν ακούγονταν καν.
Είδα το αυτοκίνητο να μπαίνει γκαζώνοντας στη μεγάλη ευθεία που βρισκόταν μπροστά μου. Τα τζάμια του δημιουργούσαν αντανάκλαση στην καυτή άσφαλτο και το έκαναν να φαίνεται πολύ μεγαλύτερο από ότι ήταν στην πραγματικότητα.
Μία ελπίδα με πλημμύρισε. Αυτό το ανεξήγητο μαρτύριο θα έφτανε στο τέλος του. Το ξέρετε αυτό το συναίσθημα έτσι; Αυτό που σε γεμίζει με μία χαρά και προσμονή. Αυτό ήταν. Ξαφνικά είχα ξεχάσει το πόσο περίεργη ήταν η κατάσταση και ένιωσα την σωτηρία να έρχεται. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.
Όταν τα άνοιξα ξανά το αυτοκίνητο βρισκόταν στα 100 μέτρα. Ο συνοδηγός είχε βγει ο μισός από το παράθυρο του και κουνούσε ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ.
«Θα πεθάνεις πούστη» τον άκουσα να φωνάζει.
Ξεφύσηξα απογοητευμένος, γύρισα την πλάτη μου και κατευθύνθηκα ξανά προς το χωμάτινο μέρος του δρόμου. Οι καυτές πέτρες έκαιγαν τα πόδια μου αλλά δεν είχε σημασία πια.
Δεν γύρισα καν να κοιτάξω το αυτοκίνητο που πέρασε με υπερβολική ταχύτητα πίσω μου.
Ο τύπος φώναζε ακόμα «θα πεθάνεις πούστη, θα πεθάνεις πούστη».
Το πήρα απόφαση ότι θα πέθαινα εκεί στην ερημιά μέσα σε μία ώρα.
Ξάπλωσα στο χώμα ανάσκελα και έκλεισα τα μάτια μου. Ένιωσα ξανά το κομμάτι με το άχυρο στα δόντια. Έχασα τις αισθήσεις μου σε λίγα λεπτά.
Συμβαίνουν αυτά…