Το δράμα του δαιμονικού κλόουν
Project 33

Το δράμα του δαιμονικού κλόουν

Τον είχα συνηθίσει πλέον. Ήταν η έβδομη μέρα που στεκόταν απέναντι ακριβώς από το σπίτι μου. Είχα αρχίσει να είμαι βέβαιος ότι δεν τον έβλεπε κανένας άλλος εκτός από μένα και αυτό γιατί τον προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχε.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες σε κάποιον θα φαινόταν παράξενο ένας δαιμονικός κλόουν να του κλείνει το δρόμο ή απλά να στέκεται εκεί χωρίς να κάνει τίποτα. Κάποιος θα είχε φωνάξει την αστυνομία ή κάποιος θα του είχε πετάξει έναν κουβά νερό από τα από πάνω μπαλκόνια. Ακόμα και αν η κοινωνία μας έχει καταντήσει τόσο απαθής νομίζω ότι διατηρεί τις άμυνες της απέναντι σε υπερφυσικά πλάσματα που το μόνο που θέλουν είναι να σου πιουν το αίμα και να σου φάνε την ψυχή.

Όχι ότι ο δαιμονικός κλόουν είχε δείξει σημάδια ότι ήθελε να πιεί το αίμα μου ή να μου φάει την ψυχή, αλλά νομίζω ότι τέτοιους σκοπούς έχουν όλα τα υπερφυσικά πλάσματα.

Δεν ξέρω αν φταίνε οι προκαταλήψεις που μας έχουν γεμίσει από το σχολείο ή αν φταίει ότι κοντά στο σπίτι που μεγάλωσα υπήρχε ένα εκκλησάκι που δεν ήταν ανοιχτό ποτέ. Είχε όμως μια καμπάνα που κάποιος τη χτυπούσε. Δεν έκανε όμως ούτε λειτουργίες ούτε μπορούσες στο τσακίρ κέφι να πας να ανάψεις ένα κερί.

Παράξενο εκκλησάκι.

Το κρυφτούλι με τον κλόουν συνεχιζόταν. Μία τράβαγα την κουρτίνα απότομα, μία την έκλεινα. Αυτός εκεί, δεν το κούναγε ρούπι. Κάθε μέρα μόλις έπεφτε ο ήλιος βρισκόταν στη θέση του. Δεν τον είχα δει όμως ούτε να έρχεται, ούτε να φεύγει.

Αν έχω μάθει κάτι στη ζωή μου είναι ότι όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς μια κατάσταση, πιάσε την κουβέντα σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Και χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα αυτό έκανα.

«Πσσστ» έκανα. Καμία αντίδραση από τον κλόουν.

«Πσσσστ» ξαναέκανα. Αυτό το δεύτερο τον έκανε να κοιτάξει τριγύρω και μετά να γυρίσει προς το μέρος μου. «Σε μένα κάνεις πσσσσστ» είπε.

«Αφού σε κοιτάω και κάνω πσσσσστ. Σε ποιον λες να το κάνω;».

«Με βλέπεις δηλαδή;».

Μα καλά μαλάκας ήταν; Αφού καθόταν τόσες μέρες κάτω από το μπαλκόνι μου και κοίταγε προς το μέρος μου, τι περίμενε ότι είναι καλά κρυμμένος;

«Φυσικά και σε βλέπω. Τι θέλεις;».

«Δεν θέλω τίποτα. Απλά αράζω» απάντησε ο δαιμονικός κλόουν αλλά δεν με έπειθε. Έπρεπε να μάθω τι σκατά κάνει το υπερφυσικό ον κάτω από το μπαλκόνι μου. «Αν δεν θες τίποτα να φύγεις».

«Να κοιτάς τη δουλειά σου, περιμένω τη Μαρία από το διπλανό μπαλκόνι».

Τη Μαρία; Από το διπλανό μπαλκόνι; Kάτι δεν πήγαινε καλά σε αυτή την υπόθεση.

«Ξέρεις, η Μαρία δεν πρόκειται να βγει» του είπα.

«Θα βγει. Γι αυτό την περιμένω. Να κοιτάς τη δουλειά σου».

«Η Μαρία σκοτώθηκε πέρυσι, λυπάμαι».

Ο δαιμονικός κλόουν λύγισε. Έσκυψε το κεφάλι, αλλά συνέχιζε να κρατάει το μπαλόνι. Πέρασε ένα λεπτό αλλά είχε παραμείνει σε αυτή τη στάση. Αισθάνθηκα άσχημα που του είχα μεταφέρει εγώ τα άσχημα νέα, οπότε σκέφτηκα να κάνω κάτι.

«Να σε κεράσω μια μπύρα;» φώναξα. Με αρκετή δυσκολία σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. «Θα έχει και πατατάκια;»

«Θα έχει» είπα. «Περίμενε, κατεβαίνω σε δύο λεπτά». Έφυγα από το σπίτι χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα και μάλλον είχα ξεχάσει και τα κλειδιά μου.

Τον πλησίασα χωρίς δισταγμό. «Άντε πάμε» του είπα. «Αλλά να ξεκαθαρίσουμε κάτι πρώτα. Και εσύ δεν μου φαίνεσαι και πολύ ζωντανός;»

«Δεν είμαι» μου είπε. Ωραία. Μπύρα και πατατάκια λοιπόν…

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ